Η Μαρία και η Ελένη γνωριζόντουσαν πριν συναντηθούν για πρώτη φορά. Ακούγεται κάπως περίεργο, αλλά έτσι είναι.
Η μία βρισκόταν στη γειτονιά και τη ζωή της άλλης από το 2006. Διέγραφαν κύκλους μέχρι το 2019, όταν γνωρίστηκαν επίσημα.
Τότε συνειδητοποίησαν ότι επισκεπτόντουσαν και τον ίδιο tattoo artist – εξάλλου η Αθήνα δεν είναι τόσο μεγάλη πόλη όσο νομίζουμε.
Οι τρεις μας συναντιόμαστε στην άκρη του κέντρου αυτής της όχι-και-τόσο-μεγάλης πόλης και συζητάμε την ιστορία τους για το Marie Claire Φεβρουαρίου. Γνωρίζω μόνο την Μαρία και θέλω οπωσδήποτε να μάθω (για) την Ελένη.
Εμφανίζονται μέσα στον τρελό νοτιά, που φυσάει επί ώρες και φέρνει στο λεκανοπέδιο κάτι από το νησί τους, την Τήνο.
Βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον που μάς είναι οικείο, παρότι το επισκεπτόμαστε για πρώτη φορά. Έτσι διαμορφώνεται και η κουβέντα μας.
Η Μαρία, διευθύντρια marketing στον ξενοδοχειακό κλάδο, και η Ελένη, ιδιωτική υπάλληλος, ήρθαν κοντά, όταν είχαν διαμορφωθεί από το σύμπαν οι κατάλληλες συνθήκες για να ξεκινήσουν να κάνουν παρέα. Οι συνθήκες ταυτόχρονα ήταν όμως και μεταβατικές:
Η Μαρία έπρεπε να παραμένει στο σπίτι, εξαιτίας της πανδημίας της COVID-19, ενώ η Ελένη, περιμένοντας να βελτιωθούν τα πράγματα και να ανοίξει το μαγαζί της στην Τήνο, είχε βρει μία προσωρινή δουλειά, που την ανάγκαζε να βρίσκεται ολημερίς στο δρόμο.
Στο μεταξύ, η Μαρία έγινε αποδέκτρια μίας πολύ σοβαρής επαγγελματικής πρότασης, που προϋπέθετε όμως τη μετακόμισή της στο εξωτερικό.
«Τότε η Ελένη με στήριξε ως άνθρωπος. Ξέραμε ότι υπήρχε ένα σπουδαίο δέσιμο ανάμεσά μας. Σαν άνθρωποι, σαν γυναίκες, πες το όπως θες. Θέλαμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η σχέση χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι θα γίνει».
Λίγους μήνες αφότου η Μαρία μετακόμισε στο εξωτερικό, η Ελένη την ακολούθησε. «Εκεί καταλάβαμε ότι δεν θέλουμε να είμαστε χώρια», αναφέρει η Μαρία, που για πρώτη φορά στη ζωή της είχε ερωτευτεί γυναίκα.
«Για μένα ήταν τεράστια αλλαγή, ψυχικά και συναισθηματικά. Κοινωνικά δεν με ένοιαξε. Όταν όμως, μέσα από το πρίσμα της φιλίας τη γνώρισα σαν άνθρωπο και κατάλαβα ότι θέλω να έχω δίπλα μου τον άνθρωπο Ελένη, ήμουν ok από την αρχή στο κοινωνικό κομμάτι. Επίσης λόγω της πολυετούς ψυχοθεραπείας ποτέ δεν σκέφτηκα τι θα πει κάποιος όταν δει ότι είμαι με γυναίκα. Και είπα από μέσα μου ‘αν κάποιος δεν θέλει να είναι εκεί λόγω αυτού του πράγματος, ακόμα καλύτερα’, να γίνει και ένα ξεσκαρτάρισμα σε πολλά επίπεδα. Και δεν έγινε σε επίπεδο κόμπλεξ: Κατάλαβα ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να χαρούν με την χαρά σου».
Η ευτυχία και η αμοιβαιότητα ήταν τα δύο στοιχεία που ένιωσε η Μαρία όταν συνειδητοποίησε τα συναισθήματά της για την Ελένη. «Μπορούσα να μιλάω σε έναν άνθρωπο και να παίρνω απαντήσεις».
Οι δύο γυναίκες δεν αντιμετώπισαν ιδιαίτερη δυσκολία να μιλήσουν στον περίγυρό τους για τη σχέση τους. Σε κάποιους έτυχε να το πουν, ενώ κάποιοι άλλοι το είχαν καταλάβει μόνοι τους. Coming out δεν έγινε ποτέ.
Η Ελένη έτσι κι αλλιώς θεωρεί το coming out περιττό. «Κατάλαβα από μικρή την ταυτότητά μου. Από εκεί και πέρα, δεν χρειάστηκε να το πω. Το θεωρώ περιττό να συστήνεσαι και να πρέπει να λες ότι είσαι γκέι. Η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου που πάει να το δηλώσει εκείνη τη στιγμή είναι πολύ εύθραυστη. Άμα αποδέχεσαι τον εαυτό σου όπως είναι, θα σε αποδεχτεί και ο κύκλος σου. Είναι κρίμα να μπαίνουν ταμπέλες».
Η Μαρία βλέπει τα πράγματα λίγο διαφορετικά. «Εγώ θα έλεγα σε κάποιον που θέλει να το κάνει ‘πες το γιατί ήδη έχεις πάρει την κυριότητα του εαυτού σου’. Για να φτάσεις στο σημείο να θες να το πεις, έχεις περάσει κάποια στάδια. Πες το και ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει για το καλό το δικό σου. Πες το γιατί με εσένα ζεις. Το έχω κάνει και τατουάζ: Το μεγαλύτερο ταξίδι μου είμαι εγώ. Με μένα γεννιέμαι, με μένα πεθαίνω».
Όση ώρα συζητάμε, το μαγαζί γεμίζει με κόσμο. Γιορτάζει ένας Γιάννης και οι φίλοι του βρίσκονται μαζί στη χαρά του. Η κουβέντα οδηγείται στην ορατότητα των ομόφυλων ζευγαριών, ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολύ τις δυο τους σε πρακτικό επίπεδο, και που σίγουρα θα συνεχίσει να τις επηρεάζει στην καθημερινότητά τους, ακόμα κι αν οι ίδιες έχουν ξεκάθαρη εικόνα για τον εαυτό τους και πού στέκονται η μία απέναντι στην άλλη.
«Πέρυσι έπρεπε να μπω για ένα μίνι χειρουργείο», αναφέρει η Μαρία. «Είχαμε υπογράψει και καταθέσει το σύμφωνο συμβίωσης. Πριν το χειρουργείο έπρεπε να συμπληρώσω κάποια χαρτιά. Στην ερώτηση αν είμαι παντρεμένη, έβαλα ονοματεπώνυμο συζύγου αυτό της Ελένης. Ο γιατρός μου ήξερε ότι ήμασταν μαζί.
Η υπάλληλος που πήρε τα χαρτιά και τα διάβασε, έφτασε στο σημείο αυτό και άρχισε να σβήνει τα στοιχεία της Ελένης. Της είπα ‘να υποθέσω το σύμφωνο δεν ισχύει’. Μου απάντησε ‘δεν ξέρω’ και συνέχισε να σβήνει. Δηλαδή αν πέθαινα ποιον θα ειδοποιούσε;
Δεν είπα τίποτα, γιατί είχα άγχος για την επέμβαση».
Όλα πήγαν καλά και δεν χρειάστηκε να συμβεί τίποτα από αυτά. Η Ελένη, όμως, σκεφτόταν διαρκώς τέτοια πιθανά περιστατικά, κι αυτά συντέλεσαν καθοριστικά στην απόφαση να υπογράψουν το σύμφωνο συμβίωσης.
«Εγώ ας πούμε οδηγώ μηχανή. Είχα το φόβο ότι αν μου τύχει κάτι και πρέπει [σ. η Μαρία] να μπει στην εντατική, θα τη σταματήσουν. Στους στρέιτ δεν θα συμβεί αυτό. Η αδικία είναι ότι αν μια γυναίκα έρθει και πει είμαι η σύντροφος, η πόρτα θα κλείσει. Αν είναι να πεθάνω, θέλω να δω τον άνθρωπό μου ή αντίστοιχα να πάω στον άνθρωπό μου, αν μπορώ να του σφίξω το χέρι. Ενώ είναι κάτι πολύ απλό σαν ανθρώπινο δικαίωμα, δεν ισχύει. Μεγαλώνεις με το όνειρο ότι δεν θα ντυθώ ποτέ νύφη γιατί αυτή είναι η σεξουαλική μου ταυτότητα κι αυτό απαγορεύεται. Δεν πάω κόντρα στη θρησκεία, αλλά είναι κρίμα να χάνεις κι άλλα δικαιώματα που είναι ανθρώπινα και μόνο. Και το νοσοκομείο είναι ένα από αυτά», επισημαίνει η Ελένη.
Ευτυχώς, σύμφωνα με την ίδια, στις νέες γενιές οι αντιλήψεις αλλάζουν, γιατί υπάρχουν τα ανάλογα ερεθίσματα. «Οι γονείς μιλάνε. Είναι πολύ σημαντικό». Μία κοινή τους φίλη εξήγησε στο παιδί της ότι η Μαρία και η Ελένη είναι όπως ο μπαμπάς και η μαμά. «Η αλλαγή δεν θα γίνει από τη μία μέρα στην άλλη. Ας το λέμε σαν κάτι φυσιολογικό, όπως λέμε ξημερώνει και νυχτώνει. Και το να μη μιλάς καθόλου είναι κακό και να το μιλάς πάρα πολύ γι’ αυτό είναι κακό», λέει η Μαρία, και η Ελένη συμπληρώνει πως ευτυχώς υπάρχουν και οι άνθρωποι που τις βλέπουν όπως είναι.
Και οι δυο συμφωνούν με τη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου ανάμεσα σε ομόφυλα ζευγάρια. Για την Μαρία είναι ταυτόχρονα ζήτημα ορθολογισμού και συναισθήματος: «Μπορεί κάποιος να αισθάνεται ότι η επισημοποίηση έτσι γίνεται, και να θέλει να πάει στο δημαρχείο. Κάνε με ισότιμο μέλος της κοινωνίας». Δεν ακούγεται παράλογο αυτό που ζητάει η Μαρία. Θεωρητικά, τουλάχιστον, είμαστε ίσοι απέναντι στο νόμο. Στην πρακτική εφαρμογή του εντοπίζεται το πρόβλημα.
Ο κόσμος συνεχίζει να έρχεται στο μαγαζί κι εγώ σηκώνω το μαγνητοφωνάκι από το τραπέζι, μην τυχόν και τα τσουγκρίσματα από τα απέναντι τραπέζια καλύψουν την κουβέντα μας. Όση ώρα μιλάμε, χαμογελούν και οι δύο. Ειδικά όταν αρχίζουν να αφηγούνται το άτυπο τελετουργικό ένωσης που πραγματοποίησαν μία άνοιξη στο νησί τους. Προσκάλεσαν τους πιο κοντινούς τους ανθρώπους. Η Μαρία φόρεσε ένα λευκό φόρεμα και κράτησε στο χέρι της μία ανθοδέσμη από χαμομήλια. η Ελένη διάλεξε ένα μπλε πουκάμισο με το ασορτί παντελόνι του. Ταίριαζαν η μία με την άλλη, όσο ο ουρανός με τη θάλασσα και την αμμουδιά, όπου συγκεντρώθηκαν κατά το μεσημεράκι.
«Θέλαμε ένα συμβολικό τελετουργικό ένωσης. Είχαμε όλα τα στοιχεία, φως, γη, νερό, αέρα. Ένα άτομο τραβούσε βίντεο, για να είναι εκεί όλοι ψυχή και σώματι. Όλοι κρατούσαν ένα ροζ τριαντάφυλλο, το οποίο μετά έριξαν στη θάλασσα», λέει η Μαρία.
Οι προσκεκλημένοι αγκάλιασαν προστατευτικά το ζευγάρι δημιουργώντας έναν κύκλο γύρω τους. Πρώτα πήρε το λόγο η κουμπάρα τους, μετά η Μαρία και στο τέλος η Ελένη. Είπαν τους όρκους τους δίπλα στη θάλασσα, κι ύστερα έκαναν ένα πάρτι που κράτησε για ώρες και όπου όλοι πέρασαν όμορφα.
«Δεν έγινε για να το προβάλουμε στο Instagram», τονίζουν και οι δύο. Όταν δημοσίευσαν από μία φωτογραφία της τελετής στα προσωπικά τους προφίλ, το Inbox τους γέμισε με μηνύματα. Άλλοι τους έγραφαν «μπράβο, κάνατε αυτό που ονειρευόμουν», άλλοι εύχονταν να έχουν μία ζωή γεμάτη αγάπη. Κάποιοι ίσως να ξεκίνησαν και να ελπίζουν για μία δική τους τελετή, ένα σύμφωνο, έναν γάμο: «Αν πει κάποιος άλλος ότι μπορώ κι εγώ, θα το τολμήσω».
«Ήμασταν τόσο συνειδητοποιημένες ότι αυτό θέλουμε, που εξαρχής έγινε με αγάπη. Σαν τα αγκάθια που τα κόβεις από ένα λουλούδι και σου μένει μόνο ο ανθός. Εξαρχής έτσι ήταν η ζωή μας».
Της Ελένης τα μάτια λάμπουν. Η Μαρία της κρατάει το χέρι. «Της κρατάς το χέρι έξω;», ρωτάω εγώ. «Της κρατάω το χέρι συνέχεια».
Οι απέναντί μας συνεχίζουν να διασκεδάζουν. Ο θόρυβος δεν ενοχλεί, το αντίθετο, δίνει την αίσθηση του πάρτι μετά το τελετουργικό τους δίπλα στην παραλία.
Η πιο όμορφη ανάμνηση που μοιράζονται μέχρι σήμερα είναι εκείνη η τελετή που σχεδίασαν για να γιορτάσουν την αγάπη τους. Υπάρχουν δεκάδες ακόμα, είμαι σίγουρη, απλά αυτή ξεχωρίζει.
Για την Ελένη και την Μαρία αυτονόητη είναι η αγάπη και η συντροφικότητα κι όχι η προσπάθεια αυτοπροβολής. Δυστυχώς, για την κοινωνία είναι αυτονόητη και η πόρτα του νοσοκομείου, ο εξαναγκασμός να δώσει τουλάχιστον η μία από τις δύο εξηγήσεις για το ποια είναι η σχέση τους. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, που άλλοτε ακολουθεί την εποχή κι άλλοτε είναι ψευτοπροοδευτικό και υποκριτικό απέναντι σε όλους, δυο γυναίκες είναι μαζί, ζουν ευτυχισμένες, εργάζονται, πηγαίνουν διακοπές, βγαίνουν για ποτό με τους φίλους τους, κάνουν όνειρα και διεκδικούν τα αυτονόητα.
Η ώρα έχει περάσει και πρέπει σιγά σιγά να φεύγουμε – την επόμενη θέλουμε να ξυπνήσουμε νωρίς. Η Ελένη επιθυμεί και κάτι άλλο, το οποίο ανέφερε κάποια στιγμή πάνω στη συζήτησή μας.
«Να ζήσω τη ζωή που έλεγα πως κι εγώ θέλω, πως μου αξίζει και την αξίζω».
Οι καλεσμένοι του εορτάζοντα έχουν πληθύνει κι άλλο. Νομίζω ότι με κάποιο τρόπο μας αγκαλιάζουν, κι ας μην είμαστε κομμάτι της παρέας τους. Έτσι έπρεπε να είναι αυτά. Κι όταν δεν προκύπτουν από μόνα τους, ας τα επιδιώκουμε εμείς.
Για πρώτη φορά στα 35 χρόνια της ελληνικής έκδοσης του περιοδικού, ένα ζευγάρι γυναικών γίνεται το εξώφυλλό του. Η Μαρία και η Ελένη.
Πηγή: Marie Claire