Η Κρεολή (Creole), είναι μία τρικάταρτη σκούνα 65 μέτρων, το μεγαλύτερο ξύλινο ιστιοφόρο σκάφος από ξύλο τικ, με πάνω από 1.500 τ.μ. ιστιοφορία, στον κόσμο.
Σχεδιασμένο από τον ίδιο τον Charles E. Nicholson και ναυπηγημένο στην Camper & Nicholsons το 1927, με το εσωτερικό να έχουν σχεδιάσει και επιμεληθεί οι Sergio Bassi, Toto Russo, Giorgetti & Magrini και Alberto Pinto, το σκάφος τραβάει τα βλέμματα ακόμα και σήμερα όπου βρίσκεται, όχι μόνο για την απείρου κάλλους εξωτερική του εμφάνιση, αλλά και γιατί κρύβει μία απίστευτη ιστορία.
Οι οιωνοί δεν ήταν καλοί από την βάπτιση του ως VIRA το 1927 στο ναυπηγείο της Camper & Nicholsons στο Gosport του Hampshire, όταν χρειάστηκαν τρεις προσπάθειες για να σπάσει η σαμπάνια. Το σκάφος μάλιστα δεν το βάπτισε ο ιδιοκτήτης του, αλλά ένας φίλος του.
Το σκάφος θεωρούνταν αριστούργημα της εποχής του, ακόμα και από τον ίδιο τον σχεδιαστή της, τον γνωστό Charles E Nicholson. Και ήταν πράγματι ένα μοναδικό θαύμα σχεδιασμού και τεχνολογίας, με δύο γεννήτριες, ηλεκτρικό ψυγείο και κεντρική θέρμανση σε όλες τις σουίτες, που ήταν σε μέγεθος διαμερίσματος. Ήταν το πρώτο στην εποχή του που δεν είχε πίκια, ενώ όλα τα πανιά, εκτός του φλόκου, ήταν self-tacking.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν νωρίς, όταν ο ιδιοκτήτης της, ο πάμπλουτος κληρονόμος και κατασκευαστής χαλιών από τις ΗΠΑ, Alexander Smith Cochran, ο «πλουσιότερος εργένης της Νέας Υόρκης», είδε τα πανύψηλα άλμπουρα και θεώρησε πως το σκάφος θα κουπαστάρει πολύ και έβαλε το ναυπηγείο να κόψει τα κατάρτια κατά τρία μέτρα. Αλλά και αυτό δεν του ήταν αρκετό, όπως πίστευε και ζήτησε να τα κόψουν κι άλλο.
Ο Cochran ήταν μέλος του New York Yacht Club. Αν και όχι ιδιαίτερα λάτρης της θάλασσας, τουλάχιστον αρχικά, είχε στην κατοχή του το sloop Avenger και το 1909 κέρδισε το Astor Cup. Ο Cochran αποφάσισε τότε να ναυπηγήσει μία σκούνα που θα μπορούσε να περάσει τον Ατλαντικό και να λάβει μέρος σε αγώνες στην Ευρώπη. Η σκούνα αυτή ήταν το Westward που σχεδίασε ο Nathanael Herreshoff το 1909, με μήκος 96 πόδια, από σίδερο και ήταν το μεγαλύτερο σκάφος που είχε κατασκευαστεί από τον Herreshoff. Καπετάνιος σε αυτό το σκάφος ήταν ο Charlie Barr.
Στην κατοχή του είχε επίσης την τρικάταρτη σκούνα Sett Call που είχε σχεδιάσει για αυτόν ο William Gardner. Ο Cochran αποφάσισε να λάβει μέρος στο America’s Cup και ζήτησε από τον Gardner να σχεδιάσει ένα σκάφος για αυτό το σκοπό. Έτσι προέκυψε το Vanitie. Το 1914 ο Cochran ήταν ένας από τους υποψήφιους υπερασπιστές του America’s Cup απέναντι στο Shamrock IV του Sir Thomas Lipton, χωρίς όμως να φτάσει στον τελικό.
Η VIRA έφυγε τελικά από το Gosport με κουτσουρεμένα άλμπουρα και μικρότερη ιστιοφορία που δεν ταίριαζε στο έρμα της. Παράλληλα, αρκετό μολύβι αφαιρέθηκε από την καρίνα της σε ένα ναυπηγείο στην Ισπανία, αλλά το παράκαναν και έτσι έγινε απελπιστικά αργό και ασταθές. Έτσι, με τις αυθαίρετες επεμβάσεις χάλασε το αρχικό εξαίρετο σχέδιο, τόσο σε εμφάνιση όσο και σε επιδόσεις, με αποτέλεσμα και ο ίδιος ο Cochran να το βαρεθεί και να το παρατήσει, κάτι που το σκάφος φαίνεται ότι δεν του συγχώρησε ποτέ.
Ένα χρόνο μετά, ο Cochran πέθανε από φυματίωση, σε ηλικία 55 ετών.
Η VIRA πωλήθηκε σε ένα γνωστό yachtsman του South Coast, τον στρατηγό Maurice Pope, ο οποίος το μετονόμασε σε Creole, προφανώς μετά από ένα ιδιαίτερα νόστιμο επιδόρπιο που δημιούργησε ο σεφ του. Το 1937 αγοράστηκε από τον Sir Connop Guthrie. Ο Guthrie ήταν ένας πραγματικός λάτρης της θάλασσας και αποκατέστησε τα κατάρτια και την καρίνα του Creole και έτρεξε με επιτυχία σε αγώνες μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939. Εκείνη την περίοδο, έγινε βαρόνος.
Ο Guthrie παραχώρησε την Creole στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό όπου ξηλώθηκαν τα άλμπουρα και το εσωτερικό και με πολλές μετατροπές στο κατάστρωμα, έγινε το ναρκαλιευτικό Magic Circle που περιπολούσε στις ακτές της Σκωτίας.
Ο Guthrie πέθανε σε ηλικία 63 ετών το 1945, τη χρονιά που το Magic Circle επέστρεψε στην οικογένειά του! Το σκάφος γύρισε αγνώριστο. Έγινε για άλλη μια φορά Creole, αλλά ήταν σε κακά χάλια μετά τη θητεία του. Μετά το θάνατο του Sir Connop Guthrie, εγκαταλείφθηκε μέχρι να εντοπιστεί από τον Σταύρο Νιάρχο, τον Έλληνα μεγιστάνα.
Ήταν το 1947 και ο Νιάρχος, όπως και ο μεγάλος αντίπαλός του, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ευημερούσε χάρη στη μεταπολεμική άνθηση της ναυτιλίας. Έτσι, ξεκίνησε μια γενναία αποκατάσταση που θα κόστιζε πολλά εκατομμύρια, αλλά η οποία επέστρεψε την Creole στις αρχικές της σαγηνευτικές γραμμές, όπως την είχε εμπνευστεί ο σχεδιαστής της.
O Νιάρχος ήταν αυτός που πρόσθεσε το χαρακτηριστικό deckhouse και στόλισε τις καμπίνες της με πολύτιμα έργα από τη συλλογή έργων τέχνης του, Dali, Cezanne, Renoir, Van Gogh, Degas κ.α. Στην Creole έκαναν τον μήνα του μέλιτος ο Χουάν Κάρλος και η Σοφία. Το σκάφος έγινε το πλωτό σπίτι του Νιάρχου για μεγάλο χρονικό διάστημα, το πιο πολύτιμο απόκτημά του και, τελικά, ένας σιωπηλός μάρτυρας μιας τραγωδίας και ενός συγκλονιστικού μυστηρίου.
Καθώς ξεκίνησε η αποκατάσταση του Creole, ο Νιάρχος φλέρταρε την Ευγενία Λιβανού, την όμορφη 21χρονη κόρη ενός άλλου Έλληνα μεγιστάνα. Τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες, κατάφερε να την παντρευτεί, απέκτησε μαζί της τέσσερα παιδιά και, παρά τις περιπέτειές του, παρέμειναν μαζί.
Τη δεκαετία του ’40, ο Νιάρχος προσέγγισε το Σταύρο Λιβανό με σκοπό να ζητήσει την έφηβη τότε Τίνα σε γάμο. Εκείνος αρνήθηκε, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, αλλά αντ’ αυτού ενέκρινε να του «δώσει» την Ευγενία που ήταν 2 χρόνια μεγαλύτερη. Πράγματι, το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1947 και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Το καλοκαίρι του 1965, ωστόσο, σ’ ένα ταξίδι του στη Γαλλία, ο Νιάρχος γνώρισε την Αμερικανίδα Σαρλότ Φορντ, κληρονόμο της ομώνυμης αυτοκινητοβιομηχανίας. Ο 54χρονος εφοπλιστής γοητεύτηκε από την 24χρονη δισεκατομμυριούχο καλλονή κι εκείνη ενέδωσε στην «πολιορκία» του. Όταν, λίγους μήνες αργότερα, του ανακοίνωσε ότι περιμένει το παιδί του, ο Νιάρχος με τη συναίνεση, όπως λέγεται, της Ευγενίας αποφάσισε να την παντρευτεί.
Ο διεθνής τύπος της εποχής χαρακτήρισε αυτόν τον γάμο ως μία «υπερμοντέρνα υπόθεση». Κι αυτό γιατί οι συναντήσεις του Νιάρχου και της Φορντ με τη Λιβανού στα διάφορα θέρετρα ήταν πολύ συχνές. Οι σχέσεις του πρώην ζευγαριού παρέμεναν ιδιαίτερα καλές και έδειχναν να απολαμβάνουν ο ένας την συντροφιά του άλλου, παρά την παρουσία της νέας κυρίας Νιάρχου. Άλλωστε, όπως απέδειξε κι ο χρόνος, επρόκειτο για έναν γάμο που δεν κράτησε πολύ. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, οι δρόμοι τους χώρισαν και ο Έλληνας εφοπλιστής επέστρεψε στην Ευγενία. Μάλιστα, δεν χρειάστηκε να ξαναπαντρευτούν διότι το διαζύγιό τους δεν είχε εκδοθεί ποτέ επίσημα στην Ελλάδα. Έτσι οι ζωές τους επανήλθαν στην κανονικότητα.
(Από τη Μηχανή του Χρόνου)
Τον Μάιο του 1970, έκαναν διακοπές στο ιδιωτικό νησί του Νιάρχου, τη Σπετσοπούλα. Μαζί τους ήταν η Αθηνά – Τίνα – Ωνάση, αδερφή της Ευγενίας και σύζυγος του Αριστοτέλη Ωνάση. Αυτό που συνέβη τη νύχτα της 3ης Μαΐου είναι μέχρι σήμερα το θέμα ποικίλων παρασκηνιακών ψιθύρων και θρύλων, αλλά η επίσημη εκδοχή είναι ότι η Ευγενία αυτοκτόνησε με υπερβολική δόση βαρβιτουρικών. Ο γιατρός που την εξέτασε βέβαια ανέφερε σοβαρούς μώλωπες στο σώμα της Ευγενίας και ο εισαγγελέας Πειραιά Φαφούτης ξεκίνησε έρευνα.
Ο Νιάρχος έγινε ο βασικός ύποπτος, ωστόσο αργότερα απαλλάχθηκε. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η υπόθεση έκλεισε μετά την παρέμβαση της στρατιωτικής χούντας της Ελλάδας, με την οποία είχε στενούς δεσμούς. Αργότερα προέκυψε, από την μαρτυρία ενός μάρτυρα που βρισκόταν στο νησί, ότι η Ευγενία είχε πιάσει τον Νιάρχο με την Τίνα, την αδερφή της και ξέσπασε ένας βίαιος καυγάς.
Κατά έναν άλλο ισχυρισμό, η Ευγενία λέγεται ότι είχε πάρει θανατηφόρα δόση υπνωτικών στην καμπίνα της πάνω στην Creole. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η Creole χρησιμοποιήθηκε για να φέρει το άψυχο σώμα της Ευγενίας πίσω στη Σπετσοπούλα, όπου θάφτηκε στο μαυσωλείο της οικογένειας Νιάρχος.
Ο θάνατος της Ευγενίας τελείωσε την σχέση του Νιάρχου με την Creole, που την παράτησε στο Πασαλιμάνι.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1971, ο Σταύρος Νιάρχος παντρεύτηκε τη μικρή αδερφή της Ευγενίας, Τίνα Λιβανού. Λέγεται ότι στο μεγαλοεφοπλιστή είχε στοιχίσει το γεγονός ότι τη δεκαετία του ’40 δεν είχε καταφέρει να κάνει την Τίνα γυναίκα του. Ακόμα περισσότερο, όμως, του στοίχισε το ότι ο αιώνιος ανταγωνιστής του, Αριστοτέλης Ωνάσης, ήταν αυτός που παντρεύτηκε την 17χρονη τότε κοπέλα και απέκτησε μαζί της δυο παιδιά. Το τέλος της, δυστυχώς, ήταν εξίσου τραγικό. Τον Οκτώβριο του 1974 βρέθηκε νεκρή στο ξενοδοχείο που έμενε με το Νιάρχο στο Παρίσι. Η αιτία θανάτου, όπως γνωστοποιήθηκε, ήταν και πάλι η υπερβολική δόση βαρβιτουρικών χαπιών.
Ο Νιάρχος πούλησε το σκάφος το 1977, στη κυβέρνηση της Δανίας για χρήση ως ιστιοφόρο για νέους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ήταν σε πρόγραμμα απεξάρτησης ναρκωτικών. Αυτή η χρήση έπληξε το σκάφος πολύ. Μετά από πέντε χρόνια, το κόστος συντήρησης του Creole ήταν περισσότερο από αυτό που οι Δανοί μπορούσαν να αντέξουν και έτσι αναζητήθηκε νέος ιδιοκτήτης.
Το 1982 η σκούνα, που είχε ήδη συμπληρώσει περισσότερο από μισό αιώνα ζωής και ήταν πάλι σε κακά χάλια, ξεκίνησε τη νέα φάση ζωής της η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αγοράστηκε από τον Maurizio Gucci, του οποίου οι δαπάνες ξεπέρασαν όλα όσα είχε κάνει ο Νιάρχος. Επί έξι χρόνια το σκάφος ανακαινιζόταν πλήρως, χωρίς φειδώ, με σεβασμό στην ιστορία του. Αλλά, δυστυχώς η φρίκη που επρόκειτο να ξεδιπλωθεί, επίσης ξεπέρασε την τραγωδία που βρήκε τον προηγούμενο ιδιοκτήτη της Creole.
Όταν ο Maurizio Gucci αγόρασε την Creole ήταν 35 ετών και είχε ήδη ξεκινήσει την λαμπρή διαδρομή για τον περίφημο οίκο μόδας της Gucci. Παντρεύτηκε την Patrizia Reggiana, κόρη ενός επιχειρηματία του Μιλάνου και μητέρα της Allegra και της Alessandra. Η Patrizia ήταν μια από τις πιο περιζήτητες καλλονές του Μιλάνου, με βιολετί μάτια και ένα σαγηνευτικό χαμόγελο. Ήταν όμως και φοβερά υλιστική. «Θα προτιμούσα να κλαίω μέσα σε μία Rolls-Royce από το να γελάω πάνω σε ένα ποδήλατο», είπε κάποτε.
Παρόλο που ήταν αρκετά σκληρή, η Patrizia ήταν πολύ προληπτική και οι ιστορίες για την «κατάρα του Creole» την ενοχλούσαν. Έπεισε τον Maurizio να προσλάβει τη Frida, ένα μέντιουμ για να εξορκίσει τα κακά πνεύματα που πίστευε ότι στοίχειωναν το σκάφος.
Το επεισόδιο περιγράφεται λεπτομερώς στο βιβλίο της Sara Gay Forden, «The House of Gucci». Η Forden γράφει ότι η Frida «σε έκσταση» περπάτησε μέσα στην Creole μουρμουρίζοντας ακατανόητα. «Άνοιξε την πόρτα, άνοιξε την πόρτα!», φώναξε ξαφνικά, καθώς ο Maurizio και η Patrizia κοίταξαν ο ένας τον άλλον, μπερδεμένοι. Στέκονταν σε έναν ανοιχτό διάδρομο, δεν υπήρχε πόρτα. Τότε ένα παλιό μέλος του πληρώματος από τη Σικελία, έντρομος τους αποκάλυψε πως πριν από την ανακαίνιση του Creole, υπήρχε μια πόρτα ακριβώς σε εκείνο το σημείο!
Η Forden λέει ότι η Frida υπέδειξε ακριβώς το σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα της Ευγενίας Νιάρχου. Στη συνέχεια βγήκε από την έκσταση της και είπε ότι πλέον η Creole είναι «απαλλαγμένη από κακά πνεύματα».
Ωστόσο, οι σκοτεινές δυνάμεις ήταν ακόμα εκεί όπως αποδείχτηκε. Η οικογένεια Gucci διαλύθηκε, από ζήλιες και διαμάχες για την ιδιοκτησία της επώνυμης μάρκας και τα εκατομμύρια που κέρδιζε. Ο Maurizio κατηγορήθηκε ότι αγόρασε την Creole με παράνομο χρήμα μέσω μιας offshore εταιρείας με έδρα τον Παναμά. Η αστυνομία και οι φορολογικοί ερευνητές ξεκίνησαν έρευνα. Τον Ιούνιο του 1987, ο Ιταλικός Τύπος ήταν γεμάτος με αποκαλυπτικά δημοσιεύματα. Τα εντάλματα σύλληψης που εκδόθηκαν έγιναν πρωτοσέλιδα στη La Repubblica και στην Corriere della Sera.
Έτσι, η Creole άφησε τα ιταλικά νερά και βρέθηκε στη Μαγιόρκα για να ξεφύγει από την αστυνομία, ενώ και ο ίδιος ο Μαυρίτσιο διέφυγε κινηματογραφικά οδηγώντας μία κόκκινη μοτοσικλέτα Kawasaki από τα σύνορα στην Ελβετία.
Το 1988 ο Maurizio κατηγορήθηκε για παράνομη εξαγωγή των χρημάτων που είχε χρησιμοποιήσει για την αγορά της Creole, όμως ένα χρόνο αργότερα αθωώθηκε λόγω κάποιων αλλαγών στο νόμο με τον οποίο πλέον η εξαγωγή κεφαλαίου δεν ήταν ποινικό αδίκημα. Πέρασε πολλές δικαστικές καταιγίδες και τελικά επέστρεψε στην Ιταλία, όπου πούλησε τις μετοχές του στη Gucci για περισσότερα από 100 εκατομμύρια λίρες.
Ο Maurizio χώρισε από την Patrizia και ξόδευε την περιουσία του σε διάφορα πράγματα, κυρίως στην Creole. Ο σχεδιαστής Toto Russo βοήθησε στην αποκατάσταση του εσωτερικού του σκάφους, με το deckhouse διακοσμημένο σε πολυτελές στιλ, με έργα τέχνης και χειροποίητα κομμάτια σκαλισμένα από μασίφ έβενο και μάρμαρο. Το σκάφος συνέχισε να του αποσπά υπέρογκα ποσά. Υπήρχαν μόνο τέσσερις καμπίνες επισκεπτών, για δύο άτομα η καθεμία, με το δικό τους μπάνιο. Το συνηθισμένο πλήρωμά της ήταν 16 άτομα. Οι φιλοξενούμενοι φορούσαν υποχρεωτικά, όσο ήταν πάνω στο σκάφος, λευκή μπλούζα και σακάκι με το έμβλημα της Creole, ένα ζευγάρι ιππόκαμπους. Όπου εμφανιζόταν, για κρουαζιέρα ή σε κλασσικές ρεγκάτες, μαγνήτιζε με την ομορφιά και τη χάρη της.
Καθώς ο Maurizio απολάμβανε το σκάφος του, η Patrizia άρχισε όλο και περισσότερο να ζηλεύει. Υπολόγισε πως τα χρήματα που του κόστιζε ήταν υπέρογκα – σε μία μόνο περίσταση εμφανίστηκε ότι είχε ξοδέψει 800.000 ευρώ! Και χωρίς να περιλαμβάνεται το κόστος των δερμάτων από σαλάχι που κάλυπταν τους μπουλμέδες.
Η Patrizia ζούσε σε ένα διαμέρισμα με τις κόρες της, όλο και πιο αγανακτισμένη μέχρι τη μέρα που έμαθε ότι ο Maurizio σκεφτόταν να παντρευτεί τη νεαρή σύντροφό του, την Paola Franchi.
Στις 27 Μαρτίου 1995, καθώς ο Maurizio έφτανε στο γραφείο του στη Via Palestro του Μιλάνου, ένας άντρας μπήκε στο λόμπι του κτηρίου και τον πυροβόλησε τρεις φορές εν ψυχρώ. Βαριά τραυματισμένος, ο Maurizio έπεσε στο πάτωμα. Ο ένοπλος έριξε μια τέταρτη σφαίρα από κοντινή απόσταση, τη χαριστική βολή η οποία τον αποτελείωσε. Ο Maurizio ήταν 46 ετών.
Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1997, η αστυνομία συνέλαβε την Patrizia. Όπως αποδείχθηκε είχε προσλάβει έναν πληρωμένο δολοφόνο, μέσω ενός φίλου με επαφές στον υπόκοσμο, για να δολοφονήσει τον άντρα της. Καταδικάστηκε και έμεινε 16 χρόνια στη φυλακή.
Οι κόρες του Maurizio, η Allegra και η Alessandra, κληρονόμησαν την Creole και τη διατηρούν ακόμη και σήμερα στο στυλ που της αρμόζει. Περιστασιακά εμφανίζεται σε event κλασικών σκαφών στη Μεσόγειο, όπως πρόσφατα στο Monaco Classic regatta, αν και τα τελευταία χρόνια ο ρόλος της ήταν περισσότερο ως «μάνα» στο άλλο, μικρότερο κλασικό σκάφος των Gucci, το Avel, ένα Camper & Nicholson 60 πόδια. Οι αδελφές Gucci λένε ότι η Creole διατηρεί ζωντανή τη μνήμη του πατέρα τους και σίγουρα το σκάφος συνδέεται με μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στη σύντομη ζωή του Maurizio.
Η κακοτυχία του σκάφους όμως δεν τελειώνει. Χτύπησε ξανά όταν πρόσφατα οι ιδιοκτήτες του σκάφους, η Alessandra και η Allegra Gucci, μπήκαν στο στόχαστρο για φερόμενη φοροαποφυγή. Το σκάφος ελλιμενίζεται στη Μαγιόρκα αλλά ταξιδεύει στη Μεσόγειο, μαζί με το Avel. Συντηρείται κανονικά και πριν μερικά χρόνια αντικατέστησε το πλωριό άλμπουρο στο ναυπηγείο στο Astilleros.
Οι ναυτικοί τείνουν να είναι δεισιδαίμονες και η «κατάρα του Creole» είναι μια φράση που δεν είναι άγνωστη στο χώρο του yachting.
Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να προσάψει τις προσωπικές τραγικές ιστορίες των ανθρώπων σε ένα άψυχο σκάφος. Ωστόσο, θα υπάρχουν πάντα κάποιοι που θα βλέπουν τη σκοτεινή ιστορία του Creole και θα νιώθουν ρίγη στη σπονδυλική στήλη.
Αν δεν ανήκετε σε αυτούς, το σκάφος ακόμα και σήμερα είναι διαθέσιμο για ναύλωση για περίπου 250.000 ευρώ την εβδομάδα.
Σχεδίαση: Charles Ernest Nicholson
Ναυπηγείο: Camper & Nicholson, Gosport, Μ. Βρετανία
Ιστιοφορία: 3 Masted Schooner
Έτος Ναυπήγησης: 1927
Ολικό Μήκος (LOA): 65.3 μέτρα / 214 πόδια
Μήκος Ισάλου (LWL): 42.7 μέτρα / αρχικά: 140 πόδια, τώρα 141 πόδια
Πλάτος: 9.5 μέτρα
Βύθισμα: 5.35 μέτρα
Ιστιοφορία: 1640 τ.μ.
Κατασκευή: Ξύλο Teak
Εκτόπισμα: 689 τόνοι