Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών δικαίωσε τον χρυσό Ολυμπιονίκη Νίκο Κακλαμανάκη στην δικαστική διαμάχη του με την Ελληνική Ιστιοπλοϊκη Ομοσπονδία, η οποία αξίωνε αποζημίωση 100.000 ευρώ για προσβολή προσωπικότητας και συκοφαντική δυσφήμιση.
Η αγωγή της ΕΙΟ αφορούσε σε δηλώσεις του Ελληνα Ολυμπιονίκη στο facebook, αλλά και στη Βουλή εις βάρος της Ομοσπονδίας το 2019, οι οποίες άνοιξαν και τους “ασκούς του Αιόλου” στους κόλπους της ελληνικής ιστιοπλοϊας σχετικά με κινήσεις της ΕΙΟ εις βάρος αθλητών της. Το πωτοδικείο μάλιστα επέβαλλε στην ΕΙΟ να πληρώσει και δικαστικά έξοδα 2.000 ευρώ
Στην υπ΄αριθμόν 2796/2022 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο αναφέρει πως “….εφόσον εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε πρόθεση του εναγομένου να προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα, κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη, αλλά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, κίνητρό του ήταν η προάσπιση του θεσμικού ρόλου της ενάγουσας, ως οργάνου προαγωγής του αθλήματος της ιστιοπλοϊας, μέσω της κάθαρσης κάθε παθογένειας, που είχε διαπιστωθεί κατά τη λειτουργία της σε βάθος χρόνου”.
H δικηγόρος του Nίκου Κακλαμανάκη ανέφερε πως επρόκειτο για “…αγωγή εκφοβιστική για να παύσουν να μιλούν όλοι (αγωγή slapp Στρατηγικές αγωγές κατά της συμμετοχής του κοινού αποτελεί απόδοση του αγγλικού Strategic lawsuits against public participation (SLAPP)”, δηλαδή αγωγές που κατατίθενται από κάποιο ισχυρό πρόσωπο ή οργανισμό (για παράδειγμα μια επιχείρηση ή έναν υψηλά ιστάμενο αξιωματούχο) ενάντια σε μη κυβερνητικά πρόσωπα ή οργανισμούς, που εκφράζουν κριτική απέναντί τους, σχετικά με κάποιο ζήτημα κοινωνικού ή πολιτικού ενδιαφέροντος.
Φέρεται ότι σκοπός τέτοιων αγωγών δεν είναι να κερδηθεί η δικαστική υπόθεση, αλλά ο εκφοβισμός όσων ασκούν κριτική μέσω της ηθικής και οικονομικής εξουθένωσής τους. Πριν την κατάθεση της αγωγής το ΔΣ της ΕΙΟ είχε αποστείλει εξώδικη δήλωση να αποσύρει ό,τι είπε δημόσια, πλην όμως ουδέποτε το έκανε γιατί, όπως αναφέρει, έτσι υπαγόρευσε η συνείδηση και οι αρχές του, για την προστασία των θεσμών, του αθλητισμού και της κοινωνίας μας.
Τα λόγια που ξεσήκωσαν την “θύελλα”
Tον Νοέμβριο του 2019 ο Κακλαμανάκης κλήθηκε ως εμπειρογνώμων από την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων στη Βουλή και μίλησε για το φαινόμενο της κατάχρησης εξουσίας σε διοικήσεις των αθλητικών φορέων. Σύμφωνα με την αγωγή (που υπέβαλλε η Ομοσπονδία δια του δικηγόρου “ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ότι η ενάγουσα ομοσπονδία προβαίνει σε παράνομες πρακτικές, απειλές και εκφοβισμούς κατά αθλητών, συμπεριλαμβανομένου και του Ιδίου, καθώς και ότι εντός των κόλπων αυτής (ενάγουσας) υφίσταται διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας και διασπάθιση του χρήματος, το οποίο αυτή διαχειρίζεται και υφίσταται ανάγκη κάθαρσης.
Ότι την 16-11-2019, σε ανάρτησή του στην ιστοσελίδα του στο ‘Facebook”, (σ.σ αναφερόμενος στην περίπτωση της Βασιλείας Καραχάλιου, διακεκριμένης αθλήτρια της ιστιοπλοΐας, όπως και των επισης διακεκριμένων αθλητών Παναγιώτη Μάντη και Παύλου Καγιαλή) ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων, ψευδώς και εν γνώσει της αναλήθειας του ισχυρισμού του, προκειμένου να βλάψει τη φήμη της ενάγουσας, ότι εντός των κόλπων αυτής παρατηρούνται φαινόμενα διαφθοράς, διασπαθίσεως δημοσίου χρήματος και καταχρήσεως εξουσίας και ότι έχουν εκφρασθεί απειλές και έχουν γίνει εκφοβισμοί κατά αθλητών”.
Το σκεπτικό
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου “όπως προκύπτει από το σύνολο του κειμένου της από 11-11-2019 ομιλίας μετά των δευτερολογιών και το σύνολο του κειμένου της από 16-11-2019 αναρτήσεως του εναγομένου, αυτός δεν αναφέρεται στην ενάγουσα ομοσπονδία, αλλά στα πρόσωπα, τα οποία αποτελούν τις κατά καιρούς διοικήσεις αυτής και τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, εκμεταλλεύονται τη μακρόχρονη παραμονή τους στην διοίκηση και την απουσία ελέγχου, προκειμένου να προβαίνουν σε οικονομική κακοδιαχείριση και καταχρηστικές συμπεριφορές, συμπεριλαμβανομένων των τακτικών σιωπής σε αιτήματα αθλητών και εκφοβισμού εις βάρος αθλητών. Ομοίως, η περιεχόμενη στην πρώτη δευτερολογία του εναγομένου φράση «Ο καθένας ξέρει τι κάνει ο διπλανός του και αισθάνομαι ότι υπάρχει», δεν αναφέρεται στην ενάγουσα, αλλά στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, όπως άλλωστε προκύπτει τόσο από το απόσπασμα της ομιλίας του, όπου εντάσσεται η ως άνω φράση («Δεν θεωρώ ότι όλες οι ομοσπονδίες είναι ίδιες, σε καμία περίπτωση, αλλά γνωρίζω πολύ καλά ότι όλοι κάθονται σε ένα τραπέζι, σε μια ολομέλεια. Ο καθένας ξέρει τι κάνει ο διπλανός του και αισθάνομαι ότι υπάρχει μια ομερτά χρόνων, αυτό. Αυτό με θλίβει απεριόριστα. Αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, το καταστατικό της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής στο άρθρου του ΑΤ και Η’ φάση μπορεί να γίνει ρυθμιστής, όχι απλά ισορροπιστής, προς την κατεύθυνση της κάθαρσης και της αλήθειας.»), όσο και από το γεγονός ότι με την δευτερολογία του αυτή εκλήθη να διευκρινίσει, εάν όσα ισχυρίσθηκε διά της ομιλίας του ισχύουν για όλες τις ελληνικές αθλητικές ομοσπονδίες ή μόνον για την ενάγουσα, οπότε και διέλαβε και ισχυρισμούς σχετιζόμενους με τα κατά την γνώμη του τεκταινόμενα εντός της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής”.
Μάλιστα ενώ υπόθεση συζητήθηκε στις 7-10-2021 , τον Σεπτεμβριο του ίδιου έτους εκδόθηκε το πόρισμα της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας , όπου διαπιστώθηκαν 79 σοβαρές παραβιάσεις των υποχρεώσεων του ΔΣ της ΕΙΟ (στις οποίες αναφέρθηκε η απόφαση) που θέτει το οικείο νομοθετικό πλαίσιο στη διαχείριση των ομοσπονδιών : “…Λόγω δε του πλήθους και της σοβαρότητας των ως άνω πλημμελειών, η έκθεση ελέγχου διαβιβάσθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, προκειμένου να διερευνηθεί η τυχόν ύπαρξη ποινικών ευθυνών των εμπλεκόμενων με την διοίκηση της ενάγουσας προσώπων. Σημειώνεται ότι οι προτάσεις — συστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στο τμήμα Ε. της ως άνω εκθέσεως (σχετικά υπ’ αριθμούς 41 και 42 της ενάγουσας), έγιναν από την Μονάδα Επιθεωρήσεων και Ελέγχων, προκειμένου να αποκατασταθούν οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες και η λειτουργία της ενάγουσας να γίνεται, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και όχι επειδή η ως άνω υπηρεσία δεν διαπίστωσε σοβαρές πλημμέλειες, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αφού, εάν οι πλημμέλειες δεν ήταν σοβαρές, δεν θα διαβιβαζόταν η έκθεση προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών για την διερεύνηση διαπράξεως ποινικών αδικημάτων….Βέβαια, δεν αποδείχθηκε η τέλεση συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων (υπεξαιρέσεως, απιστίας), πλην όμως, ο εναγόμενος, αναφέροντας ενώπιον τρίτων ότι η ενάγουσα τελεί υπεξαίρεση ή και απιστία, ακόμη κι αν οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αναληθείς, δεν τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους, καθώς οι ως άνω πλημμέλειες είχαν υποπέσει όχι μόνον στην αντίληψη του Ιδίου ως αθλητή της ιστιοπλοΐας, αλλά και στην αντίληψη ετέρων προσώπων ασχολουμένων με την ιστιοπλοΐα (βλ. τα ως άνω άρθρα) και συνεπώς, ευλόγως δημιουργούσαν στον εναγόμενο την πεποίθηση ότι εντός της ενάγουσας αληθώς διαπράττονταν απιστίες και υπεξαιρέσεις”.
Στην απόφαση αναφέρεται επίσης πως “… η ενάγουσα αποτελεί αθλητική ομοσπονδία πανελληνίου, αλλά και παγκοσμίου βεληνεκούς, καθώς είναι η κατ’ εξοχήν ενασχολούμενη με την πρωταθλητική ιστιοπλοΐα, προπονώντας τους πλέον ταλαντούχους Έλληνες αθλητές και οργανώνοντας τη συμμετοχή τους σε πανελλήνια, πανευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα, για τον σκοπό δε αυτό λαμβάνει μεγάλες επιχορηγήσεις τόσο από το Ελληνικό Δημόσιο όσο και από ιδιώτες (όπως το ΚΝΙΠΣ «Σταύρος Νιάρχος»). Συνεπώς, εφόσον η δράση της απασχολεί την κοινή γνώμη, οι περιλαμβανόμενες στην ως άνω ανάρτηση του εναγομένου οξείες εκφράσεις, οι οποίες αναφέρονται σε αυτήν («μια εκ νέου προσβλητική ενέργεια της ΕΙΟ», «η ΕΙΟ συνομολογεί την παρανομία της», «ανήθικη ΕΙΟ», «το «τέρας» της ΕΙΟ»), αν και αποτελούν δυσμενείς χαρακτηρισμούς, είναι δικαιολογημένες, καθ’ ό μέτρο αποτελούν άσκηση κριτικής στο έργο της, πολλώ δε μάλλον, εφόσον προέρχονται από έναν καταξιωμένο πρωταθλητή στο χώρο της ιστιοπλοΐας, όπως ο εναγόμενος, ο οποίος είναι χρυσός Ολυμπιονίκης στο εν λόγω άθλημα και ως εκ τούτου, είναι φυσικό να ενδιαφέρεται εντόνως για τα τεκταινόμενα στην ελληνική ιστιοπλοΐα. Άλλωστε, στο τέλος της αναρτήσεώς του, ο εναγόμενος κάνει λόγο για κάθαρση του ελληνικού αθλητισμού, ώστε οι αθλητές (εννοεί της ιστιοπλοΐας) να έχουν την ομοσπονδία (εννοεί την ενάγουσα), η οποία τους αξίζει. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι o εναγόμενος, διά της ως άνω αναρτήσεώς του, δεν επιθυμούσε να πλήξει την προσωπικότητα (φήμη, κύρος, εμπιστοσύνη) της Ομοσπονδίας, αλλά να ασκήσει οξεία κριτική στα εμπλεκόμενα με την διοίκησή της πρόσωπα, τα οποία, κατά τη γνώμη του, ευθύνονται για τη στάση της ενάγουσας έναντι της Βασιλείας Καραχάλιου, αλλά και έναντι του ιδίου και της Σοφίας Μπεκατώρου”.
Δεν υπήρξε υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου
Αιτιολόγωντας “….ο εναγόμενος είχε δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ως Ολυμπιονίκης του αθλήματος της ιστιοπλοΐας, να εκθέσει όσα περιέχονται στην από 09-11-2019 ανάρτησή του και τα οποία θεωρούσε αληθή, ενώ δεν υπήρξε υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου στις σχετικές αναφορές, αφού ορισμένες υπερβολές στις εκφράσεις του δεν αρκούν για τη θεμελίωση του αστικού αδικήματος της εν γνώσει διάδοσης αναληθών δυσφημιστικών ειδήσεων σε βάρος της ενάγουσας, καθώς, εξαιτίας του ρόλου και της λειτουργίας της τελευταίας, τα όρια της ανεκτής κριτικής εις βάρος της είναι ευρύτερα από εκείνα τα οποία αφορούν σε απλό πολίτη, επειδή η ενάγουσα αποτελεί νομικό πρόσωπο, το οποίο απασχολεί την κοινή γνώμη και ως εκ τούτου, εκτίθεται αναπόφευκτα και συνειδητά σε ενδελεχή έλεγχο των πράξεων και των κινήσεών της, ιδίως από διακεκριμένους αθλητές της ιστιοπλοΐας, όπως ο εναγόμενος”.
Περί ανάκλησης της δωρεάς του “Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος”
Το δικαστήριο απορρίπτει κάθετα τους ισχυρισμούς ότι ο Ολυμπιονίκης αναζητούσε οφέλη δια της εμπλοκής του στα διοικητικά της ομοσπονδίας (δεν έχει τέτοιο δικαίωμα λέει) και πως αυτός ουσιαστικά ευθύνεται (μέσω των αναφορών του αλλά πίεσης που άσκησε) ώστε να ανακληθεί η δωρεά ύψους 520.000 ευρω του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στην Ομοσπονδία: “…Τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στο προεκτεθέν έγγραφο του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» συνηγορούν στα όσα σε χρόνο, άσχετο με τον χρόνο συντάξεως του εγγράφου, ισχυρίσθηκε, διά των επιδίκων δηλώσεών του, ο εναγόμενος σχετικώς με αδιαφάνεια και παρατυπίες, που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της οικονομικής διαχείρισης της ενάγουσας, καθώς και με καταχρηστικές συμπεριφορές εις βάρος αθλητών εκ μέρους στελεχών της ενάγουσας (αφού η κακοποίηση της Σοφίας Μπεκατώρου έγινε, κατά δήλωσή της, την οποία δεν αμφισβήτησε ειδικώς η εναγομένη, στις αρχές του 2000), θεμελιώνουν δε και αυτά το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του εναγομένου όσον αφορά στις επίδικες δηλώσεις του σχετικώς με τα κακώς κείμενα εντός των κόλπων της ενάγουσας, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της τελευταίας.
Εντεύθεν έπεται ότι, εφόσον δεν αποδείχθηκαν οι διαλαμβανόμενοι στην αγωγή ισχυρισμοί, για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω και με τις προηγηθείσες διακρίσεις, καθ’ έκαστον ισχυρισμό, αναλόγως του εξεταζόμενου κάθε φορά γεγονότος, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη και να καταδικασθεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας”.