Μια προσωπική μαρτυρία για εκείνη την αποφράδα ημέρα στο παλιό «Καραϊσκάκη», εκεί που γράφτηκε η μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.
Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 1981. Η μέρα που ο χρόνος σταμάτησε στις 16:58, την ώρα που στη θύρα 7 του Σταδίου Καραϊσκάκη ξεκινούσαν οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί των φίλων του Ολυμπιακού για τη μεγαλειώδη νίκη της ομάδα τους με 6-0 στο ντέρμπι με την ΑΕΚ. Εκεί που λίγα λεπτά μετά, ξεκινούσε η μεγαλύτερη τραγωδία του ελληνικού αθλητισμού και μία εκ των μεγαλύτερων που συνέβησαν παγκοσμίως σε ποδοσφαιρικό γήπεδο. Τελικός απολογισμός, 21 νεκροί και περισσότεροι από 60-70 τραυματίες…
Μια τραγωδία που έγινε εφιάλτης για τις οικογένειες, τους συγγενείς των θυμάτων, αλλά και για εκείνους που έζησαν από κοντά το μαρτυρικό σκηνικό για αρκετό καιρό. Εκείνους που στάθηκαν τυχεροί, γιατί δεν βρέθηκαν στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, όπως ο υπογράφων με τρεις κολλητούς που φθάσαμε στο σημείο δευτερόλεπτα αφότου ξέσπασε η καταιγίδα θανάτου…
Από τις αρχές της εβδομάδας πριν την τραγωδία, παρέα με τρεις παιδικούς φίλους (τον Λουκά, τον Αγη και τον Βαγγέλη) αναζητούσαμε εισιτήρια για το ντέρμπι. Ούτε για δείγμα! Το στήσιμο με τις ώρες, τόσο στις ουρές στη Λέσχη του Ερασιτέχνη Ολυμπιακού στο Πασαλιμάνι (είτε ήταν αλήθεια ότι θα διατίθεντο εισιτήρια είτε ράδιο αρβύλα), όσο και στις ουρές στα εκδοτήρια του Ηλεκτρικού έξω από τον σταθμό του Νέου Φαλήρου αποδείχθηκε άκαρπο. Απελπισία. Μόνη λύση οι μαυραγορίτες στην Ομόνοια, εκεί στην περίφημη «στοά της πείνας». Χρυσοπληρώσαμε τον ντελάλη που τριγύριζε στην είσοδο της στοάς από την πλευρά της Ομόνοιας και φώναζε για ξεκάρφωμα «άσο τέσσερα έχω» δήθεν ότι πουλάει λαχεία και πήραμε τα εισιτήρια από την άλλη είσοδο της στοάς στην Πατησίων, από συνεργό του. Την Κυριακή από τις 12.30 το μεσημέρι στημένοι στην ουρά μέχρι να ανοίξει η Θύρα 7, για να βρούμε καλύτερη θέση, ψηλά ακριβώς δίπλα στον ηλεκτρονικό πίνακα του γηπέδου, προς την πλευρά της θύρας 6. Το ματς θα ξεκινούσε στις 15.15 και οι θύρες θα άνοιγαν στις 13.30. Το γήπεδο κατάμεστο και στη Θύρα 7, από ό,τι γράφτηκε τις επόμενες μέρες βρίσκονταν τουλάχιστον 2.000 υπεράριθμοι φίλαθλοι. Εκείνες τις στιγμές όμως το μόνο που σε ένοιαζε ήταν ο ήλιος που χτύπαγε κατακέφαλα…
Το ματς εξελίχθηκε σε παράσταση για έναν ρόλο, το 6-0 είχε ΄δη γραφτεί και ως συνήθως περίπου 5 λεπτά πριν τη λήξη, κόσμος άρχισε να φεύγει. Το ίδιο και από τη Θύρα 7. Οι πιο πολλοί για να προλάβουν να πάνε πρώτοι στην άλλη πλευρά του σταδίου, έξω από τη Θύρα 1, από όπου θα έφευγαν οι παίκτες για να τους αποθεώσουν. Η αντίστροφη μέτρηση για την έξοδο προς τον θάνατο μόλις ξεκινούσε. Οι τρεις από τους τέσσερις κολλητούς ήμασταν στην «7», ενώ ο τέταρτος της παρέας ήταν στη θύρα 12. Είχαμε δώσει ραντεβού μετά το ματς έξω από τη θύρα 10…
Το ματς τελείωσε και σιγά-σιγά, ξεκινήσαμε προς την έξοδο. Μπαίνοντας στον φαρδύ διάδρομο κάτω από την εξέδρα ο κακός χαμός! Από τις ιαχές και τα συνθήματα δεν μπορούσες να ακούσεις τον διπλανό σου και ταυτόχρονα σε παρέσυρε το ανθρώπινο ποτάμι σχεδόν σηκωτό για αρκετά μέτρα. Η παρέα μας στάθηκε τυχερη για έναν σημαντικό λόγο. Ετυχε να είμαστε στην άκρη του διαδρόμου, στον τοίχο δηλαδή για να αποφεύγουμε το δυνατό… ρεύμα. Μόλις φθάσαμε στη στροφή πριν τα σκαλάκια, έτοιμοι να κατέβουμε το πρώτο σκαλοπάτι, το πράγμα ζόρισε πολύ. Οι μπροστινοί φώναζαν και χειρονομούσαν να σταματήσουν να σπρώχνουν οι πίσω γιατί δεν πήγαινε άλλο. Αλλά ποιος να ακούσει μέσα στον χαμό και κυρίως ποιος να δει και να καταλάβει, αφού στο συγκεκριμένο σημείο που ξεκινούσαν τα σκαλοπάτια ο διάδρομος έστριβε και δεν υπήρχε ορατότητα…
Κάποιος φίλαθλος γλίστρησε στα πεταμένα πλαστικά μαξιλαράκια που βρίσκονταν στα σκαλοπάτια λίγο προτού φθάσει στο τέλος τους. Αυτό ήταν. Μπροστά η πόρτα (κλειστή για μερικούς, μισόκλειστη γι’ άλλους) και τα τουρνικέ (σίγουρο αυτόα) στη θέση τους εμπόδιζαν την ομαλή έξοδο. Κατεβαίνοντας οι φίλαθλοι, άρχισαν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο. Επικράτησε συνωστισμός και ασφυξία. Ανθρωποι καταπλακώνονταν και το δράμα έπαιρνε διαστάσεις. Δεκαεννιά άτομα δεν τα κατάφεραν. Δύο μέρες μετά, θα ξεψυχούσε ακόμη ένας βαριά τραυματίας στο Τζάνειο. Εξι μήνες αργότερα προστέθηκε στη μαύρη λίστα ακόμη ένας, ο οποίος δεν κατόρθωσε να ξυπνήσει από το κώμα στο οποίο βρισκόταν. Η μαύρη λίστα συμπληρώθηκε από 21 ψυχές…
Εμείς την ώρα του κακού, με πολύ κόπο και ζόρι, τοίχο- τοίχο, κάναμε περίπου 5-6 μέτρα πίσω και ξαναβγήκαμε στην εξέδρα. Είχε ήδη ανοίξει το πορτάκι που οδηγούσε στη Θύρα 8 και βγήκαμε από εκεί που τα πράγματα ήταν πολύ πιο άνετα. Βγήκαμε και πήγαμε στη Θύρα 10 όπου είχαμε δώσει ραντεβού με τον 4ο φίλο της παρέας. Εκείνη τη στιγμή έρχεται τρέχοντας και ουρλιάζοντας ένας άντρας γύρω στα 50 και φωνάζει σε καμιά πενηνταριά συγκεντρωμένους αστυνομικούς: «Τι κάνετε, ρε ηλίθιοι, εδώ; Ο κόσμος σκοτώνεται στη Θύρα 7, τρέξτε να βοηθήσετε που κάθεστε και κάνετε τσιγάρο!». Γυρνάμε πίσω κι εμείς να δούμε τι συμβαίνει. Σοκ! Περίπου 20 άτομα προσπαθούσαν να τραβήξουν και να ανοίξουν εντελώς τη τεράστια βαριά σιδερένια πόρτα της θύρας, άλλοι τραβούσαν από χέρια και πόδια ανθρώπους σφηνωμένους μεταξύ των τουρνικέ και της πόρτας, τους έβγαζαν όπως όπως έξω ξαπλώνοντάς τους σαν σακιά στην άσφαλτο. Ολοι μελανιασμένοι, πρησμένοι και αρκετοί ματωμένοι. Βογγητά παντού. Παγωμάρα μέχρι να καταλάβεις τι έγινε και ότι όλο αυτό που έβλεπες ήταν κακό όνειρο. «Ελα, μωρέ, ένα ατύχημα έγινε. Θα πάνε για τις πρώτες βοήθειες, θα συνέλθουν και όλοι θα επιστρέψουν σπίτια τους». Τρόμος στην ιδέα ότι μπορεί να είναι κάτι πιο σκληρό από αυτό έβλεπες. Και μετά τρέμουλο! Το σοκ έσπασαν οι φωνές των αστυνομικών που μας έδιωχναν από το σημείο και έβαζαν στα περιπολικά δύο και τρεις ανθρώπους κι έφευγαν για το Τζάνειο του Πειραιά…
Επιστροφή σπίτι με τα πόδια βαρίδια ύστερα από αρκετές ώρες. Εξω από την πολυκατοικία που έμενα τότε, στη λεωφόρο Β. (η σημερινή Γρ. Λαμπράκη) νέα δράματα. Η μητέρα μου λιποθυμά μόλις με βλέπει, το ίδιο και η μητέρα ενός άλλο παιδιού που και αυτός ήταν στη θύρα του θανάτου. Ο πατέρας μου, εμφανώς σοκαρισμένος κι αυτός και με άγριες διαθέσεις, με απειλεί ορθά κοφτά: «Αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σε γήπεδο, θα σου κόψω και τα δύο πόδια!».
Ατιμώρητο το έγκλημα
Ολοι ήθελαν να μάθουν τι συνέβη, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή όποιος περαστικός γυρνούσε από το γήπεδο και τον ρωτούσαν τι είχε συμβεί και περνούν διαρκώς ασθενοφόρα και περιπολικά για να πάνε στο Τζάνειο, άλλος τους απαντούσε ότι δεν είχε ιδέα, άλλος ότι έγιναν επεισόδια, άλλος ότι κάηκε το γήπεδο, άλλος ότι γκρεμίστηκε η εξέδρα. Σύγχυση. Δεν υπήρχαν τότε, ούτε κινητά βλέπετε, ούτε ιδιωτική τηλεόραση, ούτε διαδίκτυο.
Τα ασθενοφόρα και τα περιπολικά να ουρλιάζουν πηγαίνοντας στο νοσοκομείο και πάνω στον πανικό έρχεται το δεύτερο χτύπημα: «Το ράδιο είπε ότι υπάρχουν δύο νεκροί» αναφωνεί ένας γείτονας. Δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί! Αδύνατον να το δεχθείς. Τα παρατήσαμε όλα με τους φίλους και φύγαμε τρέχοντας για το Τζάνειο, από όπου γίνονταν ήδη εκκλήσεις για αίμα. Το απόλυτο χάος! Περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι συγκεντρωμένοι μέσα κι έξω από το νοσοκομείο. Αλλοι για να βρουν τα παιδιά ή τους φίλους τους, άλλοι για να αναγνωρίσουν τα θύματα που ήταν στοιβαγμένα στα υπόγεια του νοσοκομείου, άλλοι περίεργοι και σοκαρισμένοι…
Γυρίσαμε σπίτια μας αργά το βράδυ αποκαμωμένοι. Σχεδόν ζόμπι. Αμίλητοι και με τη σκέψη στην εικόνα που έμεινε καρφωμένη στο μυαλό μας για πολλά χρόνια. Ακόμη και σήμερα, τέτοιες μέρες έρχεται στο νου το ίδιο σκηνικό με τους δεκάδες ανθρώπους ξαπλωμένους στην άσφαλτο έξω από τη μοιραία θύρα. Πώς να ξεχάσεις;