Τον γνώρισα από κοντά τον Μάιο του 1991 στα μεθεόρτια του Ερυθρού Αστέρα για την κατάκτηση του κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Μπάρι κόντρα στην περίφημη τότε Μαρσέιγ του Μπερνάρ Ταπί και του Ζαν Πιερ Παπέν.
Ο 22χρονος τότε, Σίνισα Μιχάιλοβιτς, ήταν εκ των βασικών πρωταγωνιστών της εκπληκτικής πορείας των «ερυθρόλευκων» του Βελιγραδίου στη κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση και η οποία τους απέφερε τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο της ιστορίας τους. Εξι μήνες μετά, στο Τόκιο ο Ερυθρός Αστέρας, έφτασε και στη κορυφή του κόσμου, κατακτώντας και το Διηπειρωτικό Κύπελλο απέναντι στην Κολό ΚολόΧιλής (3-0).
Ολοι γνωρίζαμε τη μάχη που έδινε με τη λευχαιμία. Ολοι όσοι τον γνώρισαν ήξεραν ότι είχαν μπροστά τους έναν μαχητή πολύ μεγαλύτερο από τη σημασία της λέξης, έναν άνθρωπο που μεγάλωσε, ανδρώθηκε κι έμαθε, μέσα από τις φλόγες του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία.Έναν άνθρωπο που ατσαλώθηκε καθώς πολύ πριν την ασθένεια του, πάλεψε για τη ζωή τη δική του και της οικογένειας του όσο κανείς άλλος.
Τι να πεις για τον Μιχάιλοβιτς, από τη στιγμή που σε ηλικία 18 χρονών αρνήθηκε να υπογράψει στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ και αυτό του στοίχισε τον αποκλεισμό του από την ομάδα Νέων της Γιουγκοσλαβίας στο αντίστοιχο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1987 κι έχασε από το βιογραφικό του έναν παγκόσμιο τίτλο; Κυρίως τι να πει κάποιος για τον άνθρωπο που εν μέσω εμφυλίου αναγκάστηκε να διαλέξει πατρίδα; Γεννημένος στη Κροατία, από Σέρβο πατέρα και Κροάτισσα μητέρα, η επιλογή πατρίδας στις παρυφές του πολέμου ήταν μονόδρομος.Κι επέλεξε Σερβία. Σχεδόν επικηρύχθηκε από τους Κροάτες, το ίδιο θα συνέβαινε αν ακολουθούσε τον αντίθετο δρόμο. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν που γνώρισα εγώ σαν πρωταθλητή Ευρώπης πλέον, εκείνο το βράδι του Μαίου στο «Σαν Νίκολα» του Μπάρι, φαινόταν από μικρός ότι θα κάνει σπουδαία ποδοσφαιρική καριέρα. Και έμελλε να πρωταγωνιστήσει για χρόνια μετά, στη χώρα που κατέκτησε το πρώτο μεγάλο τίτλο τη καριέρας του, στην Ιταλία.
Από το 1992 έως το 2006 που κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια ο Μιχάιλοβιτς αγαπήθηκε όσο λίγοι στη γειτονική χώρα. Αγωνίστηκε στη Ρόμα, στη Σαμπντόρια, απογειώθηκε στην Λάτσιο και έκλεισε την καριέρα του στην Ιντερ το 2006. Δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρη η Ιταλία βυθίστηκε στο πένθος στο άκουσμα της χθεσινής τραγικής είδησης.
Κλείνω την παρένθεση κι επιστρέφω στο 1991. Με τον Ερυθρό Αστέρα να εντυπωσιάζει εκείνη τη σεζόν τη στιγμή που τα τύμπανα του πολέμου είχαν αρχίσει να χτυπούν απειλητικά στη Γιουγκοσλαβία, ο Μιχάιλοβιτς αποδείχθηκε καταλυτικός στην κατάκτηση του ευρωπαϊκού τίτλου. Στη ρεβάνς του ημιτελικού στο Βελιγράδι με την πανίσχυρη Μπάγερν (ο Αστέρας είχε νικήσει 2-1 στο Μόναχο) ο Σίνισα ήταν εκείνος που άνοιξε το σκορ με τι άλλο; Με απευθείας εκτέλεση φάουλ από 30 μέτρα! Και ήταν εκείνος που από σέντρα δική του ο Αουγκεντάλερ στη προσπάθεια του να απομακρύνει την έστειλε στα δίχτυα της ομάδας του, ο Αστέρας ισοφάρισε 2-2 και πήρε το εισιτήριο για τον τελικό. Εκεί ο Μιχάιλοβιτς ήταν πάλι εκ των κορυφαίων κι ένας από τους πέντε παίκτες των «ερυθρόλευκων» που ευστόχησαν στα ισάριθμα πέναλτι (εκτέλεσε το 4ο).
Μετά τον τελικό η ομάδα επέστρεψε στο απομονωμένο ξενοδοχείο της σε μια απομονωμένη περιοχή κοντά σε ένα χωριό το Μετρόπολις 30 χλμ από το Μπάρι. Το γλέντι ξεκίνησε αμέσως με την άφιξη της αποστολής. Κι εκεί τρυπώσαμε τρεις Ελληνες δημοσιογράφοι που εργαζόμασταν τότε στον «Φίλαθλο». Ο ανταποκριτής της εφημερίδας στην Ιταλία, του οποίου το όνομα δεν θυμάμαι, ο Αλκης Φιτσόπουλος κι εγώ. Θυμάμαι τη μεγάλη αίθουσα με μια πολυμελή ορχήστρα από τη Σερβία να παίζει έργα του Μπρέγκοβιτς και η σαμπάνια να ρέει από παντού! Σχεδόν όλοι μεθυσμένοι από ευτυχία (και σαμπάνια) να χορεύουν, να τραγουδούν και να απολαμβάνουν τα που΄ρα τους με μπροστάρηδες τους Πάντσεφ, Σαβίσεβιτς και Προζινέτσκι. Ο τρελαμένος πιτσιρικάς ο Μιχάιλοβιτς με το μαλλί αφάνα να καπνίζει το πούρο του πρωταθλητή σε μια πολυθρόνα και περισσότερο να δείχνει ότι ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει τον θρίαμβο της ομάδας, κρατώντας στην αγκαλιά του το… Αγιο Δισκοπότηρο! Κι ας είχε γίνει ήδη μήλον της έριδας για πολλές ευρωπαϊκές ομάδες πριν καταλήξει το επόμενο καλοκαίρι στη Ρόμα και την πόλη που αγάπησε και αγαπήθηκε όσο λίγοι, τη Ρώμη. Με ποδοσφαιρικό θράσος, υψηλή τεχνική, πολύ τρέξιμο, περίσσιο πάθος και δύναμη αλλά και προσγειωμένος, μας έλεγε πως «μέσα από την ανάδειξη της ομάδας ανεβαίνουμε κι εμείς. Τα όποια άλματα και μια πιθανή μεταγραφή μπορούν να περιμένουν. Είμαι μικρός ακόμα, δεν βιάζομαι…» έλεγε εκείνο το βράδι. Και όντως, ακόμα και ο τρόπος παιχνιδιού του δεν ήταν βιαστικός. Η μοναδική φορά που βιάστηκε να φύγει ήταν η χθεσινή κι αυτό όχι γιατί το επέλεξε ο ίδιος. Σε ηλικία μόλις 53 χρονών.
Καλό ταξίδι Σίνισα…