Ολόκληρη η διήγηση της συνάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Ιταλό πρέσβη, όπως την κατέγραψε ο τελευταίος.
Ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ημέρα Δευτέρα. Έπειτα από αλλεπάλληλες προκλήσεις, με χαρακτηριστικότερη τον τορπιλισμό του καταδρομικού πλοίου “Έλλη” στις 15 Αυγούστου, η Ιταλία και ο δικτάτοράς της Μπενίτο Μουσολίνι περνούν σε ολοκληρωτικής κλίμακας επίθεση. Ήταν η στιγμή της κήρυξης του πολέμου στην Ελλάδα.
Ο Ιταλός πρέσβης, Εμμανουέλε Γκράτσι, επιφορτίστηκε με την αποστολή να επισκεφθεί την πρωθυπουργική κατοικία του Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά, στις 3:00 το πρωί. Η επίσκεψη έπρεπε να είναι απολύτως απροειδοποίητη. Κατά την πραγματοποίησή της ο Εμ. Γκράτσι θα παρέδιδε στον Έλληνα πρωθυπουργό το ιταλικό τελεσίγραφο, μεγέθους περίπου δύο σελίδων.
Στο τελεσίγραφο αναφερόταν πως η Ιταλία ζητούσε ελεύθερη διέλευση για τα στρατεύματά της μέσα από το ελληνικό έδαφος και κατάληψη κάποιων απροσδιόριστων σημείων της ελληνικής επικράτειας. Πρόφαση για αυτά τα αιτήματα ήταν η “ασφάλεια απέναντι στη Βρετανική απειλή”, αφού οι Ιταλοί ισχυρίζονταν πως η Ελλάδα παραχωρούσε βάσεις ανεφοδιασμού στο Βρετανικό Ναυτικό (Βρετανία και Ιταλία αποτελούσαν ήδη εμπλεκόμενα μέρη του πολέμου, στις δύο αντίπαλες συμμαχίες).
Ο Ι. Μεταξάς είχε διορία έως τις 6:00 πρωί να απαντήσει στο τελεσίγραφο θετικά. Εάν δεν το έπραττε, εκείνη την ώρα θα άρχιζε η ιταλική εισβολή μέσω των ελληνοαλβανικών συνόρων (η Αλβανία αποτελούσε ιταλικό προτεκτοράτο επισήμως από το 1939).
Μέχρι εκείνο το σημείο, ο Μεταξάς είχε κάνει κάθε δυνατή διπλωματική προσπάθεια ώστε να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη, διατηρώντας την έξω από τον πόλεμο. Παράλληλα όμως, η Ελλάδα είχε προβεί και μία εκτεταμένη αναδιοργάνωση και ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων την περίοδο 1935-40, αφού τα “σύννεφα του πολέμου” ήταν ορατά στον ορίζοντα. Όταν ο τότε 49χρονος Ιταλός πρέσβης επέδωσε το τελεσίγραφο, είχε έρθει η ώρα για την Ελλάδα να καθορίσει τη μοίρα της δια των όπλων.
Λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, ο Εμ. Γκράτσι συνέγραψε ένα βιβλίο με τίτλο “Η Αρχή Του Τέλους” στο οποίο περιέγραφε όλη την πορεία του, από την άνοιξη του 1939 οπότε και ανέλαβε πρέσβης στην Ελλάδα έως και την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Μέσα από αυτό αντλούμε τη συγκλονιστική διήγηση της νύχτας του μεγάλου “ΟΧΙ”. Είναι η μοναδική πρωτογενής μαρτυρία που διαθέτουμε για μία από τις ιστορικότερες στιγμές του νεότερου ελληνισμού.
Ακολουθεί ολόκληρη η διήγηση του Γκράτσι για την επίσκεψή του στον Μεταξά:
Την καθορισμένη ώρα, δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3:00, ο στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής βίλας όπου διέμενε ο πρωθυπουργός. Ο De Santo (στρατιωτικός ακόλουθος) είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον πρωθυπουργό ότι ο πρέσβης της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση.
Ο φρουρός άρχισε να χτυπάει ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα. Μέσα στη βαθιά σιωπή της νύχτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο, περιμένοντάς με έξω από την καγκελόπορτα. Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό.
Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μίας μικροαστικής εξοχικής βιλίτσας. Αυτό το περιβάλλον α λα Guido Gozzano, με τα κακόγουστα “καλά” του πράγματα, με έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο τη Vila Torlonia (μεγαλοπρεπής και υπερπολυτελής βίλα στη Ρώμη που χρησιμοποιούσε ο Μουσολίνι ως προεδρική κατοικία).
Μόλις καθίσαμε του είπα πως η κυβέρνησή μου μού είχε αναθέσει να του κάνω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος.
Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: “Alors, c’est la guerre (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο)”. Του απάντησα πως δεν ήταν διόλου έτσι κατ’ ανάγκην και ότι μάλιστα η ιταλική κυβέρνηση ήλπιζε η ελληνική να δεχόταν τα αιτήματά της και να άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την έκτη πρωινή.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πώς μπορούσα να σκεφθώ ότι, ακόμη κι αν είχε την πρόθεση να ενδώσει, πώς θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων.
Χωρίς καμία πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπαζόμενος από την τελευταία ελπίδα όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμη και από ένα μικρό σανιδάκι, του απάντησα πως αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνήσει με τον Βασιλιά. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα, θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην παρεμποδιστεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε εάν μπορούσα να του καθορίσω ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί ελληνικού εδάφους που η ιταλική κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά αναγκάστηκα να του απαντήσω πως δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
Ο Μεταξάς απάντησε: “Vous voyez bien que c’est impossibile (Μπορείτε να αντιληφθείτε πως αυτό είναι αδύνατον). Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαραίνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. Η κυβέρνησή σας γνώριζε πως η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδέτερη, αλλά και ότι είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος έναντι οποιουδήποτε”.
Του απάντησα, ενώ σηκωνόμουν, πως ήλπιζα ακόμη ότι θα λάμβανε υπόψιν του τη διαβεβαίωση που περιείχε η διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η ιταλική κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος και ότι θα μου το γνωστοποιούσε στην πρεσβεία, πριν από τις 6:00, εφόσον η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα.
Ο Μεταξάς δεν μου απάντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν ένα τέταρτο και, όταν ήμασταν μαζί στο κατώφλι, μου είπε: “Vous êtes plus forts (Είστε πιο ισχυροί)”, χωρίς να αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του, με φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη.
Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στη βαθιά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω πως δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο ο οποίος, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του.
Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποία μίσησα το δικό μου επάγγελμα, μία στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματός μου μού φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβευτής εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους Βασιλείς του και που, κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτίμησε να διαλέξει για την πατρίδα του τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατίμωση.
Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του.
Αν και η επί λέξει απάντηση του Μεταξά στο τελεσίγραφο ήταν “Alors, c’est la guerre (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο)”, η ελληνική λαϊκή παράδοση το μετέτρεψε στο απλούστερο και μονολεκτικό “ΟΧΙ”. Το νόημα διατηρήθηκε ακριβώς το ίδιο.
Εδώ, αξίζει να παραθέσουμε και τη σύντομη καταγραφή του ίδιου του Ι. Μεταξά στο προσωπικό του ημερολόγιο:
28 Οκτωβρίου 1940
Νύκτα στις τρεις με ξυπνούν, ο Τραυλός. Έρχεται ο Grazzi. -Πόλεμος!- Ζητώ αμέσως Νικολούδη, Μαυρουδή. – Αναφέρω Βασιλέα-. Καλώ Πάλαιρετ και ζητώ βοήθειαν Αγγλίας. -Κατεβαίνω 5 Υπουργικόν Συμβούλιον. Όλοι πιστοί και Μαυρουδής. -Όλοι πλην Κύρου.- Βασιλεύς. Περιφορά μαζί του. Φανατισμός του λαού αφάνταστος. -Μάχαι εις σύνορα Ηπείρου.- Βομβαρδισμοί. Σειρήνες.- Αρχίζουμε και τακτοποιούμεθα.
Ο Θεός βοηθός!
Μετά την απομάκρυνση του Γκράτσι, ο Μεταξάς ήρθε αμέσως σε επαφή με τον Βασιλιά Γεώργιο Β’, τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, όπως και με τον Βρετανό πρέσβη στην Ελλάδα Μάικλ Πάλερετ, για να ενημερώσει για την ιταλική εισβολή και να αρχίσει η γιγαντιαία πολεμική προσπάθεια.
Άμεσα ενημερώθηκαν όλα τα στρατεύματα που βρίσκονταν επί των ελληνοαλβανικών συνόρων, ενώ μέσα στις επόμενες ώρες ενημερώθηκε για την κήρυξη του πολέμου και ο υπόλοιπος ελληνικός λαός μέσα από τις πρωινές εφημερίδες, αλλά και το ραδιοφωνικό διάγγελμα του Ι. Μεταξά. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη του μεγάλου Έπους του 1940-41.
Το ραδιοφωνικό διάγγελμα του Ι. Μεταξά:
Πηγές:
Η Αρχή Του Τέλους – Emanuele Grazzi (Εκδ. Εστία)
Μεταξάς: Το Προσωπικό Του Ημερολόγιο – Ιωάννης Μεταξάς (Εκδ. Γκοβόστης)
Πόσο Αλήθεια Γνωρίζουμε Το 1940; – Νίκος Γιαννόπουλος (Εκδ. Historical Quest)
Η Ιταλο-Γερμανική Επίθεση Εναντίον Της Ελλάδος – Heinz A. Richter (Εκδ. Γκοβόστης)
Mussolini’s War: Fascist Italy From Triumph To Colapse, 1935-1943 – Jonh Gooch (Εκδ. Penguin)