Σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς είκοσι χρόνια από την εισβολή στο Ιράκ, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Οι συνέπειες είναι ορατές μέχρι σήμερα.
Η βία δεν σταματά, ακόμη και σήμερα. Μόνο τον Φεβρουάριο του 2023 σκοτώθηκαν στο Ιράκ τουλάχιστον 52 άμαχοι από πυρά ενόπλων, βομβιστικές επιθέσεις και τρομοκρατικές ενέργειες. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τα ξημερώματα της 20ής Μαρτίου 2003, όταν επιτέθηκε στη Βαγδάτη η «συμμαχία των προθύμων», στην οποία συμμετείχαν οι ΗΠΑ, η Μ.Βρετανία, η Αυστραλία και η Πολωνία. Σαράντα πύραυλοι εκτοξεύθηκαν από αμερικανικά πλοία με στόχο κυβερνητικά κτίρια της ιρακινής πρωτεύουσας.
Σε λίγες εβδομάδες το αυταρχικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσείν κατέρρευσε και την Πρωτομαγιά του 2003 ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Τζωρτζ Μπους εμφανίστηκε στο αεροπλανοφόρο «Άμπρααμ Λίνκολν» για να κηρύξει θριαμβολογώντας το τέλος των εχθροπραξιών. Μέσα σε ενάμιση μήνα οι Αμερικανοί είχαν εκτοξεύσει 29.166 πυραύλους και βόμβες, διαλύοντας μεγάλο μέρος των βιομηχανικών υποδομών στο Ιράκ. Τουλάχιστον 7.000 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με εκτιμήσεις της κατά τεκμήριο αξιόπιστης βρετανικής ΜΚΟ Iraq Body Count.
Κερδίζεις τον πόλεμο, χάνεις την ειρήνη
Ο αριθμός των θυμάτων έμελλε να αυξηθεί περαιτέρω. Σήμερα εκτιμάται από 200.000 έως και ένα εκατομμύριο. Η ιατρική επιθεώρηση Lancet κάνει λόγο για 650.000 «επιπλέον απώλειες». Οι Αμερικανοί αποχώρησαν το 2011, αλλά αργότερα επέστρεψαν για να στηρίξουν τις ιρακινές ένοπλες δυνάμεις στον αγώνα τους κατά του «Ισλαμικού Κράτους». Ακόμη και μερικοί Γερμανοί στρατιώτες παραμένουν μέχρι σήμερα στο Ιράκ. Ο αριθμός τους ανέρχεται στους 120, όπως ανέφερε το υπουργείο Άμυνας, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της DW.
Πώς αποτιμούμε σήμερα τον πόλεμο; Ο Νταν Σμιθ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI) με έδρα τη Στοκχόλμη, δηλώνει στην DW ότι «ήταν μία από τις τελευταίες εκδηλώσεις της υπεροπτικής δυτικής αντίληψης ότι μπορείς να αναμορφώσεις μία ολόκληρη κοινωνία, ανάλογα με τις δικές σου προτιμήσεις…»
Πολύ μετά την εισβολή στο Ιράκ ο Χαβιέ Σολάνα, άλλοτε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ και Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι «αν σκοπός της επιχείρησης ήταν να απαλλάξει το Ιράκ από την τρομοκρατία, να ανοικοδομήσει τη χώρα και να εδραιώσει την ασφάλεια, τότε η επιχείρηση αυτή έχει αποτύχει πλήρως».
Παραβίαση του διεθνούς δικαίου
Πάνω από όλα όμως η εισβολή στο Ιράκ αποτελούσε μία «επιβολή βίας κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», όπως επισημαίνει στην DW ο Κάι Άμπος, καθηγητής ποινικού και διεθνούς δικαίου στο πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν. «Ήταν ένας πόλεμος που δεν εδράζεται σε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η Γαλλία είχε προβάλει αντίσταση. Μετά από αυτό, μόνη δυνατότητα να δικαιολογηθεί η επιβολή βίας ήταν η επιίκληση του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη περί αυτοάμυνας. Αλλά ούτε και αυτό συνέτρεχε σε αυτή την περίπτωση».
Ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν είχε κάνει λόγο για έναν πόλεμο που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Η Γερμανία είχε αρνηθεί να συμμετάσχει με στρατιωτικές δυνάμεις στην πολεμική επιχείρηση. Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή Κάι Άμπος, «όταν η Γερμανία συμμετέχει διαθέτοντας τις στρατιωτικές βάσεις της, γίνεται συνεργός σε μία ενέργεια που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο».
Σε σχόλιό του για την εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), που έμελλε να αποδειχθεί προφητικό, ο κορυφαίος Γερμανός διανοούμενος Γιούργκεν Χάμπερμας προειδοποιούσε ότι «η κανονιστική δύναμη και η αυθεντία της Αμερικής έχει καταρρεύσει» και ότι με την αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο εισβολή τους, οι ΗΠΑ θα αποτελούσαν «ένα επικίνδυνο παράδειγμα για μελλοντικές υπερδυνάμεις…».
Βασανιστήρια και εγκλήματα πολέμου
Νέα πλήγματα υπέστη το κύρος των ΗΠΑ μετά τις αποκαλύψεις για εγκλήματα πολέμου, αλλά και για βασανισμούς κρατουμένων, για παράδειγμα στη φυλακή Αμπού Γκράιμπ. Το 2004 δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες που αποδείκνυαν τους βασανισμούς κρατουμένων από Αμερικανούς στρατιώτες. Ακολούθησαν αποκαλύψεις για σφαγές αμάχων, όπως η δολοφονία 24 άοπλων πολιτών από πεζοναύτες το 2005 στην πόλη Χαντίτα, αλλά και η δολοφονία 17 ανθρώπων στην πλατεία Νισούρ της Βαγδάτης από μισθοφόρους της ομάδας «Μπλακγουότερ».
Συγκλονιστικό ήταν και το βίντεο «collateral murder» που διέρρευσε μέσω WikiLeaks το 2007 και έδειχνε αμερικανικά στρατιωτικά ελικόπτερα να επιτίθενται σε αμάχους, σκοτώνοντας δώδεκα ανθρώπους, μεταξύ αυτών δημοσιογράφους του πρακτορείου Reuters. Στην ίδια επίθεση τραυματίστηκαν σοβαρά και δύο μικρά παιδιά.
Πόλεμος …χωρίς αιτία;
Δύο βασικούς λόγους είχαν αναφέρει οι ΗΠΑ για να δικαιολογήσουν την εισβολή στο Ιράκ: Πρώτον, τον κίνδυνο των πυρηνικών όπλων που λέγεται ότι διέθετε το Ιράκ και, δεύτερον, τις υποτιθέμενες σχέσεις του Σαντάμ Χουσείν με την Αλ Κάιντα. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Όπως εξηγεί στην DW ο Στίβεν Γουόλτ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, «είχαν ήδη πάρει την απόφαση γι’ αυτό που ήθελαν να κάνουν και απλώς έψαχναν τους ενδεδειγμένους λόγους. Οι αποφάσεις δεν βασίζονταν σε πληροφορίες, γιατί οι πληροφορίες είχαν παραποιηθεί…».
Αποκορύφωμα της καμπάνιας για τα όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ ήταν μία προσεκτικά ενορχηστρωμένη ομιλία τον Φεβρουάριο του 2003 στον ΟΗΕ από τον τότε Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ. Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας προσκόμισε τις υποτιθέμενες «αποδείξεις» ότι το Ιράκ κατείχε ήδη βιολογικά όπλα μαζικής εξόντωσης, ενώ ήταν θέμα χρόνου να αποκτήσει και πυρηνικά όπλα. Δύο χρόνια αργότερα ο Πάουελ θα χαρακτήριζε την ημέρα εκείνη «ντροπή» για τον εαυτό του και θα παραδεχόταν ότι παρουσίασε «λανθασμένες πληροφορίες στην παγκόσμια κοινή γνώμη, εξ ονόματος των ΗΠΑ».
Το ανεπιθύμητο καθεστώς του Ιράκ
Η επιθυμία των ΗΠΑ να απαλλαγούν από τον Σαντάμ Χουσείν είχε αποκρυσταλλωθεί πολλά χρόνια προηγουμένως. Έγινε μάλιστα επίσημος στόχος της αμερικανικής πολιτικής με τη νομοθεσία Iraq Liberation Act, που ψήφισε ο Μπιλ Κλίντον το 1998. Ακολούθησε ο Τζωρτζ Μπους (ο νεότερος), τον οποίο οι «ιέρακες» της Ουάσιγκτον πίεζαν να ανατρέψει τον Σαντάμ Χουσείν, πριν ακόμη οι τρομοκράτες της Αλ Κάιντα επιτεθούν στους Δίδυμους Πύργους τον Σεπτέμβριο του 2001.
«Το ότι ο Σαντάμ Χουσείν επιβίωσε στον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 αποτελούσε μία πρόκληση για τις ΗΠΑ», λέει ο Αμερικανός καθηγητής Ιστορίας Στέφεν Βέρτχαϊμ στην DW. «Οι ΗΠΑ πίστευαν ότι ο πόλεμος του 1991 θα σήμαινε το τέλος του. Αλλά εκείνος παρέμεινε και αποτελούσε εμπόδιο στα αμερικανικά σχέδια για ηγεμονία στην περιοχή». Έως ότου ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», που άρχισε μετά την 11η Σεπτεμβρίου, άνοιξε τον δρόμο για την ανατροπή του.
Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και οι ΗΠΑ βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμής τους. Δεν ήθελαν να δεσμεύονται από περιορισμούς, όπως ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο καθηγητής Στίβεν Γουολτ: «Οι Αμερικανοί μιλούν προθύμως για τους κανόνες που διέπουν τη διεθνή τάξη πραγμάτων. Αλλά ευχαρίστως παραβιάζουμε αυτούς τους κανόνες, όταν μας είναι δύσκολο να τους εφαρμόσουμε…».
Από την πλευρά του ο Γερμανός καθηγητής Κάι Άμπος εκτιμά ότι αυτή ακριβώς η στάση επηρεάζει μέχρι σήμερα τη Βραζιλία, την Ινδία, τη Νότια Αφρική και άλλες χώρες, όταν διστάζουν να καταδικάσουν τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία ή να επιβάλουν κυρώσεις στη Μόσχα. «Ιδιαίτερα στο νότιο ημισφαίριο αυτή η υποκριτική στάση καταγράφεται σχολαστικά. Και τώρα τη βρίσκουμε μπροστά μας…», επισημαίνει.
Πηγή: naftemporiki.gr