Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικού Τύπου παρουσίασε, ένα κείμενο ντοκουμέντο του αείμνηστου Γιάννη Διακογιάννη, το οποίο είχε δημοσιευτεί στην ειδική έκδοση του Συνδέσμου “100 Χρόνια Αθλητικής Δημοσιογραφίας, 50 Χρόνια ΠΣΑΤ”, με αφορμή τα 50 χρόνια από την ίδρυση του ΠΣΑΤ, το 2002.
Στο κείμενο αναγράφονται τα εξής: «Εμείς στο Παγκράτι, έχουμε μια αδυναμία στον κλασικό αθλητισμό, τον στίβο. Δικαιολογημένα άλλωστε, αφού το Παναθηναϊκό Στάδιο δεν βρίσκεται μακριά μας. Απο μικρά παιδιά, μετά τη γερμανική κατοχή, σκαρφαλώναμε στις μάντρες του Αρδηττού και στα κρυφά- για να μη μας πιάσει ο τότε φύλακας του Σταδίου ο κυρ Μέμος- πιάναμε κάποια θέση στην εξέδρα του Καλλιμάρμαρου. Από πιτσιρίκια γνωρίσαμε από κοντά τον στίβο και τον ζήσαμε έντονα.
Ήταν η εποχή του Νίκου Σύλλα, του Γιώργου Μαρινάκη, του Γιάννη Λάμπρου, του Βασίλη Μαυραποστόλου, του Στέλιου Κυριακίδη, του Θανάση Ραγάζου και άλλων πρωταθλητών εκείνης της εποχής, στα μέσα της δεκαετίας του ‘40.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά οι αναμνήσεις δεν έσβησαν. Ήταν η “χρυσή” εποχή του Παναθηναϊκού Σταδίου, που γέμιζε απο τους Αθηναίους φίλους του στίβου (και ήταν πολλοί τότε) για να παρακολουθήσουν τους πανελλήνιους Αγώνες, κάποια Βαλκανιάδα ή μερικά “μήτιγκς” με ξένους αθλητές.
Θυμάμαι ακόμη τους πρώτους Αμερικάνους αθλητές, που αγωνίσθηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο, τον Μέλ Ουήτφιλντ, τον Ντέιβιντ Μπόλεν, τον Κραίηγκ Ντίξον, τον Φλόιντ Σάιμονς, το περίφημο ιταλικό δίδυμο της δισκοβολίας, τον Αντόλφο Κονσολίνι και τον Τζιουζέπε Τόζι ή πάλι τον Γάλλοαλγερινό Πατρίκ Ελ Μαμπρούκ.
Γνωρίσαμε λοιπόν από κοντά τον στίβο και τον αγαπήσαμε. Πηγαίναμε ακόμη και στις προπονήσεις, που επέβλεπε ένας μεγάλος “αθλητάνθρωπος”, ο Όττο Σίμιτσεκ, έχοντας συχνά δίπλα του, τον Απόστολο Νικολαϊδη, τον αποκαλούμενο “πατριάρχη” του ελληνικού αθλητισμού.
Τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν και το προσωπικό μου χόμπι έγινε επάγγελμα. Τί το πιο όμορφο.
Ασχολήθηκα επαγγελματικά, μέσω του Γραπτού Τύπου και αργότερα του ηλεκτρονικού, με πολλά σπορ. Ακόμη και με μερικά που δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα, όπως το τένις και η Φόρμουλα «1». Και δεν είναι λίγοι αυτοί, που πιστεύουν ότι είμαι ένας “άνθρωπος του ποδοσφαίρου”, επειδή έγραψα ή περιέγραψα, πολλές περισσότερες ποδοσφαιρικές συναντήσεις από άλλα αθλήματα. Όσοι όμως με ξέρουν καλά, γνωρίζουν ότι η μεγάλη μου αδυναμία δεν είναι το φούτμπολ, αλλά ο κλασικός αθλητισμός.
Μετά από μια μακρά δημοσιογραφική σταδιοδρομία και με τις πολλές εμπειρίες, που απέκτησα μεταδίδοντας τέσσερις Ολυμπιακούς Αγώνες, έξι πρωταθλήματα Ευρώπης στίβου και πολλές άλλες μεγάλες διοργανώσεις, έγραψα ένα βιβλίο αφιερωμένο στις μεγάλες μορφές του παγκοσμίου στίβου: Από τον Λούη έως τον Λιούις και από τη Ντίντρικσον έως την Πατουλίδου.
Τόσες μεγάλες χαρές μου πρόσφεραν οι κορυφαίοι πρωταθλητές και οι μεγάλες πρωταθλήτριες του στίβου, που γνώρισα σαν φίλαθλος και σαν δημοσιογράφος, που πιστεύω ότι τους οφείλω μερικές γραμμές. Και το βιβλίο το αφιέρωσα στον Εμίλ Ζάτοπεκ και την Ιρένα Σεβίνσκα, στον Λάσε Βίρεν και την Φάινα Μέλνικ, στον Έντουιν Μόουζες και τη Μαρίτα Κοχ ή πάλι στον Σεμπάστιαν Κόου, τον Βαλερί Μπορζόφ, τον Ντάλι Τόμπσον, τον Καρλ Λιούις, τον Σεργκέι Μπούμπκα, τον Κίπ Κεϊνό, την Ουλρίκε Μάιφαρτ, τη Μαρλίζ Γκερ, τη Σάρα Σιμεόνι, τον Πιέτρο Μενέα και τόσους άλλους, που θαύμασα.
Το αφιέρωσα, όμως και στις μεγάλες φυσιογνωμίες του παγκόσμιου στίβου της λεγόμενης προπολεμικής περιόδου, που δεν τις γνώρισα (τί κρίμα…), σε αυτούς τους «σκαπανείς» του αθλητισμού, τον Σπύρο Λούη, τον Πάαβο Νούρμι, τον Τζέση Όουενς, τον Χάνες Κολεμάινεν ή τον Κορνέλιους Γουόρμερνταμ».