«Η ζωή μου από τότε έχει τελειώσει»
Οι εικόνες της βιβλικής καταστροφής και οι απεγνωσμένες προσπάθειες να ξεφύγουν από την πύρινη λαίλαπα ζωντανεύουν μέσα στη δικαστική αίθουσα μέσα από τις καταθέσεις μαρτύρων που κλαίνε σπαρακτικά ζητώντας δικαίωση για τους ανθρώπους που χάθηκαν άδικα.
«Καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα και άλλοι πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα» είπε ο Παναγιώτης Νταγκαλος ο οποίος έχασε στη φωτιά τη σύζυγο του , την «Πόπη μου» και ο ίδιος σώθηκε από θαύμα όταν κατάφερε τρέχοντας να φτάσει στην παραλία έχοντας στην αγκαλιά του, τυλιγμένο σε μια πετσέτα, τον 3,5 ετών, τότε , γιο του.
«Είμαι πολύ αγανακτισμένος και νευριασμένος με αυτό που έγινε» ανέφερε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας κλαίγοντας.
«Η Πολιτεία ασχέτως καιρικών συνθηκών δε δέχομαι ότι δεν είχε επαρκή χρόνο και γνώσεις για να μας αποτρέψουν από αυτή την καταστροφή. Είμαι πολύ αγανακτισμένος και νευριασμένος με αυτό που έγινε. Δεν είναι αμέλεια. Δεν πήραν απόφαση στη στιγμή. Είχαν ώρες να αποφασίσουν» είπε συγκλονισμένος. «Δεν βρεθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Ματι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, αλλά πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Που ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δε μπορώ να βρω! Από τύχη γλιτώσαμε και είμαστε αντιμέτωποι με τα ψυχολογικά μας, την πραγματικότητα που ζούμε και τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες της πολιτείας να προστατεύσει τη ζωή των πολιτών. Το είδαμε με το παιδί στις Σέρρες! Στο σχολείο του γιου έπεσε κολώνα φωτισμού μέσα στο προαύλιο. Αν ήταν πρωί θα σκότωνε παιδιά. Είναι απίστευτο αυτό που ζω! Το ζω και το ξαναζώ μετά από 4 χρόνια!» είπε εξοργισμένος και καταχειροκροτήθηκε.
Ο μάρτυρας, ο οποίος βρέθηκε με την οικογένεια του στο Μάτι καλεσμένος ενός συναδέλφου του, περίγραψε πώς η γυναίκα του ήταν εκείνη που αντιλήφθηκε πως κάτι συμβαίνει.
«Μου λέει σήκω κάτι γίνεται. Μυρίζω καπνό. Βγαίνω έξω και βλέπω καπνό στην πλευρά της λεωφόρου Μαραθωνος. Αγουροξυπνημένος ήμουν και μου πήρε λίγο χρόνο να δω τι θα κάνω. Σκέφτηκα ότι θα είναι μακριά αλλά είπα να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Αφήσαμε το παιδί να ξυπνήσει τελευταίο. Το αυτοκίνητο βρισκόταν έξω από το σπίτι στην Περικλεους. Δεν είχαμε ακούσει κάτι που να θυμίζει πυρκαγιά. Καμπάνα, σειρήνα, κάτι στην τηλεόραση. Αρχίσαμε να φορτώνουμε πράγματα στο αυτοκίνητο» είπε και συνέχισε λέγοντας πως βγήκε στο δρόμο όπου η εικόνα ήταν τέτοια που τίποτα δεν προμήνυε το κακό που ερχόταν. Αυτό που τους έκανε να πάρουν την απόφαση να φύγουν , είπε, πήραν η διακοπή ρεύματος.
«Η Πόπη μου μου λέει «φωτιά είναι πάρε και μια πετσέτα μαζί!». Παω προς το σπιτι του συναδέλφου μου που ήταν παραλιακό να του παραδώσω το κλειδί του σπιτιού που έμενα. Λέω τι βλέπεις; Μου λέει καπνούς βλέπω, λέω να φύγουμε» είπε φορτισμένος και περίγραψε με συγκλονιστικό τρόπο τα λεπτά που ακολούθησαν. «Παω να μπω στο αμάξι με τη γυναίκα και το παιδί μου. Βλέπω στην Ποσειδωνος κολλημένα αμάξια. Κάνουμε ένα νόημα στους οδηγούς πιο πίσω ότι έχει μπλοκάρει. Δεν είχα αντιληφθεί ότι η φωτιά ήταν 300 μέτρα πιο πάνω. Στο μεταξύ ο δυνατός άνεμος έφερνε καύτρες προς το μέρος μας. Πλησιάζω στο αμάξι από την πλευρά του συνοδηγού μπαίνω μέσα κι έβαλα το κλειδί στο τιμόνι για να βάλω μπροστά το αμάξι να λειτουργήσω τον κλιματισμό. Να μην επηρεαστούμε από τον καπνό. Αυτό σκέφτηκα εκείνη την ώρα» είπε με δάκρυα στα μάτια συμπληρώνοντας : «ένιωθα ένα κάψιμο από την δεξιά μου πλευρά. Η φωτιά είχα φτάσει σε εμάς. Είχε αρπάξει όλο τον κήπο του σπιτιού που είχαμε μείνει. Ήταν τεράστια, 10 μέτρα ύψος».
Σύμφωνα με το μάρτυρα τα κλαδιά που καίγονταν να απειλούν ανθρώπινες ζωές. «Η δεξιά πλευρά του προσώπου μου είχε βράσει από το θερμικό φορτίο. Τα αυτιά μου, τα χείλη μου είχα φουσκώσει μόνο από τη θερμική ακτινοβολία. Το παιδί και η γυναίκα μου ήταν στα αριστερά μου. Ήμουν φράγμα μπροστά τους. Μου φωνάζει η γυναίκα μου «το παιδί!» Και το τυλίγω με την πετσέτα. Ανοίγω την πόρτα του οδηγού. Το διπλανό αυτοκίνητο είχε άνθρωπο μέσα. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη προς τη θάλασσα. Το μέρος που είχα απομνημονεύσει να παω. Έβλεπα γύρω στα 5-6 μέτρα».
Ο Παναγιώτης Ντάγκαλος περιέγραψε πως τρέχοντας μέσα στην καταστροφή κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα ενώ ο ιδιος καιγόταν από καύτρες και κλαδιά.
«Βρίσκω αδιέξοδο γιατί δεν έβλεπα. Στρίβω κι άλλο αδιέξοδο. Βρήκα το δρόμο προς τη θάλασσα με τις φωτιές να πέφτουν πάνω μας. Τα εγκαύματα μου ήταν στα χέρια και τα πόδια. Ήταν καιόμενα κλαδιά, αν είχαν πέσει στο κεφάλι μου θα πέφταμε επι τόπου με το παιδί στον τοπο. Στο δρόμο για τη θάλασσα βρήκα μια ηλικιωμένη κυρία. Δεν ξέρω αν τα κατάφερε. Όλα αυτά 50 μέτρα από τη θάλασσα! Με όλη μου τη δύναμη έτρεξα προς τη θάλασσα. Φτάνω και με την κουβέρτα που είχα τυλίξει το παιδί μου, που κάηκε σε πολλά σημεία, μπήκαμε στη θάλασσα και σκεπάστηκαμε με αυτή. Άλλοι που δεν είχαν πετσέτα καιγόντουσαν μέσα στη θάλασσα. Έπεφταν οι καύτρες. Αυτό έγινε 18.40. Ο χρόνος που είχαμε για να διαφύγουμε ήταν αυτό το διάστημα».
Ο μάρτυρας εξήγησε πως πάνω στον πανικό χάθηκε με τη σύζυγο του την οποία στη συνέχεια αναζήτησε όταν «τα πράγματα έμοιαζαν κάπως καλύτερα» αφήνοντας το παιδί του σε φιλική οικογένεια μέσα στη θάλασσα.
«Άρχισα να ρωτάω για τη γυναίκα μου αν την είχε δει. Είχε βραδιάσει και αποφασίσω να την ψάξω. Αφήνω το παιδί μου με τη μητέρα του συναδέλφου μου. Ανέβηκα στη στεριά και δεν την έβρισκα πουθενά στην παραλία. Στη θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από ανθρώπους. Δεν υπήρχε το λιμενικό, δεν υπήρχα κάποιος να μας σώσει. Μόνο κάποια στιγμή είδα βαρκούλες που προσπαθούσαν να επιβιβάσουν κάποιους ανθρώπους. Είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα και αποφασίζω να την ψάξω από το ίδιο μονοπάτι. Βρέθηκα στην λεωφόρο ποσειδωνος. Αμάξια παντού. Αλλά να καίγονται, αλλά όχι. Δέντρα να έχουν αρπάξει φωτιά. Πήγα προς το αυτοκίνητο μας. Όσο περπατούσα έβλεπα τα πάντα καμμένα. Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή. Λέω κάποιος θα παράτησε και θα έπεσε κάτω. Δεν πίστευα ότι είναι το αυτοκίνητο μας».
Ο μάρτυρας επέστρεψε άμεσα στη θάλασσα και το παιδί του, ενώ λίγη ώρα αργότερα, γυρίσω στις 20.30 ήρθαν διασώστες που τους οδήγησαν σε ξενοδοχείο μέσα από δρομάκια.
«Συνάντησα ανθρώπους καμένους και πεθαμένους. Είτε στη στεριά, σε δρόμους παντού. Θέλω να σας πω ότι εγώ και η οικογένεια μου ήμασταν 180 μέτρα από τη θάλασσα. Η φωτιά μας έκαψε στις 18.40 δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξη της. Αυτός ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να σωθεί η οικογένεια μου. Εγώ και το παιδί μου δε σηκωθήκαμε!Για να είμαι εδώ και να σας περιγράφω όσα έγιναν, σωθήκαμε κατά τύχη. Σωθήκαμε κατά τύχη 180 μέτρα από τη θάλασσα. Δε βρεθηκε κανείς να μας ειδοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Όσοι κάηκαν εκεί δεν είχαν άλλη επιλογή» είπε κλαίγοντας και συμπλήρωσε : «Δε θα ξεχάσω τον άνθρωπο που έβλεπα στο δίπλα αμάξι από μένα και όταν έφευγα ήταν ακόμα στο αμάξι του…»
«Η ζωή μου από τότε έχει τελειώσει»
Τις μοιραίες στιγμές που μετέτρεψαν τις «ήρεμες και χαρούμενες» οικογενειακές διακοπές στην Ελλάδα σε εφιάλτη περίγραψε στο δικαστήριο τουρίστας από την Πολωνία που έχασε στην φονική πυρκαγιά στο Μάτι το γιο και τη σύζυγο του.
«Κάθε χρόνο έρχομαι στο Μάτι… Το Μάτι έγινε δεύτερη κατοικία μου γιατί ήταν η τελευταία φορά που ήμουν με τη σύζυγο και το παιδάκι μου. Ξέρω πως βρίσκονται εδώ και πιστεύω πως θα δικαιωθούν… Η ζωή μου από τότε έχει τελειώσει» είπε κλαίγοντας ο Jaroslaw Korzenioski και εξήγησε πως είναι σε θεραπεία με χάπια γιατί δεν μπορεί να κοιμηθεί και έχει εφιάλτες.
Αναφερόμενος στη μοιραία ημέρα ο μάρτυρας είπε πως είδαν καπνούς αλλά οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου τους καθησύχασαν.
«Είδαμε πυκνούς καπνούς και δυνατό αέρα. Ειδαμε ένα ελικόπτερο. Ρωτούσαμε αν όλα είναι καλά. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μας καθησύχασαν ότι δεν είναι μεγάλη η φωτιά. Ανεβηκαμε στον πρώτο όροφο. Από μακρυά είδα φωτιά και μαύρους καπνούς κοντά στο ξενοδοχείο και διαμαρτυρήθηκα στη ρεσεψιόν. Τότε οι υπάλληλοι μας είπαν να φύγουμε. Αμέσως πήγαμε στα δωμάτιά μας για να πάρουμε παπούτσια και πράγματα. Εκεινη τη στιγμή είδα νερό να τρέχει στο ξενοδοχείο. Είπα στη σύζυγο μου να πάρει το παιδί και να πάει στην πισίνα, εγώ πήγα στο δωμάτιο να πάρω διαβατήρια. Κατέβηκα και μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα» περιέγραψε και συνέχισε φορτισμένος λέγοντας πως προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη σύζυγο του χωρίς αποτέλεσμα.
«Άρχισα να τρεχω και να ψάχνω τη γυναικα μου και το παιδί. Η κατασταση ήταν τρομερή… Είδα σε μια βάρκα τη γυναίκα και το παιδί. Νόμιζα ότι ήταν οργανωμένη διάσωση. Η σύζυγος μου φώναζε να πάω και εγώ πάνω στη βάρκα. Ήταν πολλά άτομα φοβόμουν να μπω και εγώ μήπως τους γυρίσω με το βάρος μου. Τους είπα «πηγαίνετε εσείς και εγώ θα τα καταφέρω εδώ» . Ήμουν σίγουρος πως θα σωθεί. Επαιρνα το τουριστικό γραφειο να μάθω αν είχαν σωθεί, αν ήταν στη βάρκα. Μου τηλεφώνησε ο αδερφός μου από Πολωνία ότι η σύζυγος μου του είπε ότι ήταν στη βάρκα με το παιδί και ρωτούσε για μένα. Είπα στον αδερφό μου να της πει να σωθούν και να μην σκέφτεται εμένα. Μου είπε ότι ξαναμίλησε και του είπε ότι δεν είχε άλλη μπαταρία. Όταν τελείωσε η φωτιά γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Καμία βοήθεια. Παρατήρησα κάτι πυροσβέστες και τους είπα για την γυναίκα μου. Τους ακολούθησα».
Ο μάρτυρας κλαίγοντας αφηγήθηκε πως έμαθε ότι η οικογένεια του δεν τα κατάφερε γιατί η βάρκα αναποδογύρισε και πνίγηκαν…
«Η προϊσταμένη του γραφείου ήρθε με πήρε και πήγαμε μαζί στη Ραφήνα. Πήγαμε στο λιμεναρχείο. Με φωνάξανε και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει. Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν τέσσερις μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στον τέταρτο η σύζυγος μου» είπε υπογραμμίζοντας πως αυτή η τραγωδια δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργούσαν οι υπηρεσίες. «Κανείς δεν έκανε τίποτα. Πιστεύω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Από τότε η ζωή μου έχει τελειώσει όπως και όλων εδώ. Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης…» είπε κλαίγοντας απευθυνόμενος στους δικαστές.
Με την ολοκλήρωση της σημερινής ακροαματικής διαδικασίας εγκαυματίες και συγγενείς θυμάτων σε μια συγκλονιστική συμβολική κίνηση βγήκαν από τη δικαστική αίθουσα κρατώντας τις φωτογραφίες των ανθρώπων που χάθηκαν φωνάζοντας : «κακούργημα».