Η ζοφερή πραγματικότητα της κρίσης του κόστους ζωής στην Ευρώπη και η αδυναμία προς το παρόν να δοθούν απαντήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει ωθήσει τις κυβερνήσεις σε δράση.
Ο λογαριασμός των πακέτων στήριξης ανεβαίνει συνεχώς, καθώς οι τιμές εξακολουθούν να καλπάζουν. Όσο αποφασιστική και εάν είναι όμως η δημοσιονομική δράση, δεν θα βάλει φρένο στην παράλληλη προσπάθεια που κάνει η ΕΚΤ σε νομισματικό επίπεδο. Όλοι πρέπει να προετοιμαστούν για δραστική αύξηση του κόστους δανεισμού.
Όπως επισημαίνει σε σημερινό του σημείωμα ο επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics, Νιλ Σίρινγκ, οι μαζικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις έχουν ως στόχο να προσφέρουν κάποια άμεση ανακούφιση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Είτε είναι επιδοτήσεις, είτε πλαφόν ή και μειώσεις ειδικών φόρων, τα μέτρα προσπαθούν να απαλύνουν τον πόνο της εκτίναξης του ενεργειακού κόστους, αλλά και των ραγδαίων ανατιμήσεων σε σειρά βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Αλλά η πολυπλοκότητα της κρίσης του κόστους ζωής θα απαιτήσει μια πιο εμπεριστατωμένη –και πιο επώδυνη– πολιτική απάντηση από το πάγωμα των τιμών.
«Στην πραγματικότητα, η ετικέτα “κρίση κόστους ζωής” περιλαμβάνει πολλά ζητήματα. Οι πραγματικοί μισθοί και το βιοτικό επίπεδο στην Ευρώπη συμπιέζονται από την επιδείνωση των όρων εμπορίου της περιοχής που προκαλείται από την άνοδο των παγκόσμιων τιμών της ενέργειας. Αλλά το ύψος του πληθωρισμού αντικατοπτρίζει επίσης μια γενικότερη άνοδο των τιμών οφειλόμενη στη μεταπανδημική ανάκαμψη της ζήτησης και τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας. Ευλόγως οι εργαζόμενοι απαντούν στις ανατιμήσεις ζητώντας μισθολογικές αυξήσεις για να προστατεύσουν το βιοτικό τους επίπεδο» εξηγεί ο Σίρινγκ.
Αυτές οι πιέσεις κόστους και τιμών έχουν διαφορετικές αιτίες και διαφορετικές συνέπειες. Συνεπώς, απαιτούν διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις.
Σύγκριση με τη δεκαετία του 1970
Όπως επισημαίνει η Capital Economics εάν οι τιμές των εισαγωγών μιας χώρας αυξηθούν σε σχέση με τις εξαγωγές της, τότε τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Οι μικρές αλλαγές στους όρους του εμπορίου δεν τείνουν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο βιοτικό επίπεδο, αλλά οι μεγάλες αλλαγές έχουν. Και η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι μια πολύ μεγάλη μετατόπιση, που μεταφράζεται σε ένα τεράστιο εμπορικό σοκ. Εάν διατηρηθεί το τρέχον επίπεδο των τιμών του φυσικού αερίου, η επιδείνωση των όρων εμπορίου θα ισοδυναμούσε με πάνω από 4% του ΑΕΠ στην Ιταλία, σχεδόν 3% στη Γερμανία και σχεδόν 2% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτές οι απώλειες θα ήταν μεγαλύτερες από οποιοδήποτε από τα δύο πετρελαϊκά σοκ της δεκαετίας του 1970.
Το τελικό χτύπημα στο ΑΕΠ θα εξαρτηθεί όχι μόνο από το μέγεθος και τη διάρκεια των όρων του εμπορικού σοκ, αλλά και από το ποιος επωμίζεται το κόστος: καταναλωτές, εταιρείες, κυβέρνηση ή συνδυασμός και των τριών. Εάν το σοκ είναι προσωρινό, τότε η κυβέρνηση μπορεί να μετριάσει τον αντίκτυπο στη ζήτηση και συνεπώς στην παραγωγή μέσω της δημοσιονομικής στήριξης. Αυτό είναι το σκεπτικό για το πάγωμα των λιανικών τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας που ανακοινώθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία την περασμένη εβδομάδα.
Αυτά τα μέτρα είναι απίθανο να αποτρέψουν καμία χώρα από το να πέσει σε ύφεση τα επόμενα τρίμηνα, αλλά θα περιορίσουν το βάθος της ύφεσης.
Το δημοσιονομικό κόστος μιας παρέμβασης αυτής της κλίμακας είναι τεράστιο – ίσως και 75 δισεκατομμύρια £ ετησίως (~ 3,75% του ΑΕΠ) στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο, εάν οι τιμές χονδρικής ενέργειας παραμείνουν υψηλές και το σοκ στους όρους εμπορίου της Ευρώπης είναι πιο μακροχρόνιο, τότε δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί μια μεγάλη και διαρκής μείωση των εισοδημάτων και της παραγωγής.
Δεν είναι μόνο η ενέργεια
Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο στοιχείο της τρέχουσας κρίσης – δηλαδή στη γενικευμένη άνοδο του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 8,8% στη Γερμανία, στο 9,0% στην Ιταλία και στο 10,1% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ενέργειας. Ο δομικός πληθωρισμός (εξαιρουμένων των τιμών ενέργειας και τροφίμων) έχει επίσης εκτιναχθεί στα ύψη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτή τη στιγμή «τρέχει» με 6,2%. Στην Ευρωζώνη είναι 4,3%. Αυτό αντανακλά την υποκείμενη ισχύ της συνολικής ζήτησης σε σχέση με τη δυνητική προσφορά, που και οι δύο έχουν επηρεαστεί από στρεβλώσεις που σχετίζονται με την πανδημία.
Στην αγορά εργασίας η γενικευμένη άνοδος του πληθωρισμού οδηγεί στις λεγόμενες επιπτώσεις “δεύτερου γύρου” στους μισθούς. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αύξηση των μισθών βρίσκεται επί του παρόντος κοντά στο 5% ετησίως. Αυτό δεν είναι συμβατό με τον στόχο πληθωρισμού 2%, όταν η υποκείμενη τάση αύξησης της παραγωγικότητας είναι πιθανώς γύρω στο 1,5%, σχολιάζει η CE. (Σε τέτοιες συνθήκες, η αύξηση των μισθών θα πρέπει να είναι πιο κοντά στο 3,5% για να είναι συμβατή με τον πληθωρισμό 2%).
Προκειμένου να ξεπεράσουν αυτόν τον γενικευμένο πληθωρισμό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επιβραδύνουν τον ρυθμό αύξησης των μισθών. Αλλά ο βαθμός στον οποίο θα χρειαστεί να το κατασκευάσουν αυτό μέσω αυστηρότερης πολιτικής (και συνεπώς ασθενέστερης ζήτησης) θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το τι συμβαίνει στην πλευρά της προσφοράς των οικονομιών. Νέα ανάλυση από το Γραφείο Εθνικής Στατιστικής δείχνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να έχει χάσει από 270.000 έως 400.000 εργαζομένους από την πανδημία.
Η Τράπεζα της Αγγλίας θα πρέπει να κρίνει εάν πρόκειται για μόνιμη ή προσωρινή απώλεια κατά τον καθορισμό της πολιτικής.
Έρχονται ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων
Όλα αυτά θα είναι τρομερά δύσκολο να γίνουν σωστά. Ωστόσο, ενώ η δημοσιονομική στήριξη μπορεί να προσφέρει ένα αποτελεσματικό (αν είναι ακριβό) στήριγμα σε μια προσωρινή περίοδο εμπορικού σοκ, είναι πιθανό ότι η νομισματική πολιτική θα χρειαστεί να γίνει πολύ πιο αυστηρή για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το γενικευμένο πρόβλημα πληθωρισμού στην Ευρώπη. Πήραμε μια γεύση από αυτό στη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την περασμένη εβδομάδα, όπου τα επιτόκια αυξήθηκαν κατά 75 μονάδες βάσης – μια κίνηση που θα ήταν αδιανόητη στις αρχές του τρέχοντος έτους.
Οι αναλυτές της CE περιμένουν περαιτέρω επιθετική νομισματική σύσφιξη από την ΕΚΤ τους επόμενους μήνες, ανεβάζοντας το καταθετικό επιτόκιο στο 2% μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Πηγή: naftemporiki.gr