Εξ ορισμού η αγωνιστική ανάλυση των παιχνιδιών των «παραθύρων» είναι άκυρη. Ποιος άνθρωπος που έχει σώας τας… μπασκετικάς φρένας, μπορεί να περιμένει πως ένας προπονητής μπορεί με μια εβδομάδα προπονήσεων, να παρουσιάσει ένα σύνολο -που απαρτίζεται από διαφορετικού επιπέδου και περιβάλλοντος παίκτες- με συνοχή και ομοιογένεια; Συνεπώς μόνο κάποια επιμέρους στοιχεία χρήζουν σχολιασμού και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να οδηγούν σε βαρύγδουπα συμπεράσματα.
Η νίκη επί της Ολλανδίας ασφαλώς προκαλεί χαμόγελα γιατί μας φέρνει μια ανάσα από τον στόχο της πρώτης τριάδας, αλλά ακόμα κι αν δεν είχε έρθει δεν θα μας είχε στενοχωρήσει ιδιαίτερα.
Το μεγαλύτερο «κέρδος» έχει να κάνει με την ενίσχυση του κλίματος, ιδίως από τη στιγμή που υπάρχει ένας καινούριος προπονητής στον πάγκο.
Συνάμα ενισχύεται και η αυτοπεποίθηση παικτών σαν τον Τολιόπουλο και τον Χαραλαμπόπουλο, οι οποίοι μέσω των «παραθύρων» προσθέτουν παραστάσεις και «πόντους» για τη μελλοντική τους παρουσία σε διοργανώσεις υπό… ΚΣ και όχι υπό τις παρούσες που βασανίζουν το μπάσκετ.
Δεν πρέπει, όμως, να πιστέψουμε πως ο φοβερός και τρομερός «Τολιό» μπορεί να κάνει τα ίδια πράγματα και στο προολυμπιακό. Το ζητούμενο για τον ηγέτη του Άρη, είναι πώς θα μπορέσει το καλοκαίρι να κερδίσει μια θέση στη 12άδα και να βοηθήσει την ομάδα, όντας «οικονομικά» παραγωγικός. Δηλαδή όταν θα έρχεται από τον πάγκο στη θέση του Σλούκα ή του Καλάθη, να μπορεί σε περιορισμένο χρόνο και με λίγες προσπάθειες, να παίρνει σωστές αποφάσεις για το σύνολο. Διότι αν βρεθεί στη 12άδα τον Ιούλιο, δεν πρόκειται να παίζει 30 λεπτά, ούτε να παίρνει 18 σουτ.
Την ίδια στιγμή, τα παιχνίδια του Φεβρουαρίου χρησιμεύουν ώστε να διαπιστώσει ο Σπανούλης και το επιτελείο του, τα «ψεγάδια» παικτών που είναι υπό εξέλιξη και έχουν περισσότερα από δέκα χρόνια μπροστά τους με το εθνόσημο. Για παράδειγμα το γεγονός πως ο Ρογκαβόπουλος δυσκολεύεται να κάνει περισσότερες από δύο τρίπλες είναι ένα θέμα που δεν πρέπει να απασχολήσει μόνο την Μπασκόνια που τον πληρώνει, αλλά κυρίως τα στελέχη του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος.
Πλέον με την δεξαμενή ταλέντου στην Ελλάδα να πλησιάζει στον πάτο, δεν υπάρχουν περιθώρια να χαθεί ούτε… μισός παίκτης. Η παρουσία εμβληματικών μορφών σαν του Σπανούλη, του Ζήση και των υπολοίπων στελεχών του «χρυσού» 2005, δημιουργεί μια ιστορικά πρωτόγνωρη κι ευνοϊκή συνθήκη, ώστε οι ανόητοι εγωισμοί και η χιλιομασημένη τσίχλα «μα οι σύλλογοι δεν δουλεύουν σωστά με τους παίκτες» να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων.
Τα παράθυρα βοηθούν προκειμένου να φανούν οι αδυναμίες παικτών που έχουν ακόμα περιθώρια βελτίωσης και παράλληλα ώστε να φτιαχτεί ένα πρόγραμμα γι’ αυτούς από το νέο επιτελείο της Εθνικής. Άλλες ανάγκες έχει ο Μαντζούκας, άλλες ο (τεχνικά και πνευματικά) άρτιος Χαραλαμπόπουλος.
Όταν τελειώσει η σεζόν τους, ο Σπανούλης πρέπει (εννοείται σε συνεργασία με τους συλλόγους τους) να έχει έτοιμο το πλάνο για τη βελτίωση τους.
Αν τώρα θέλει να πανηγυρίσει κανείς για την… υποταγή της πορτοκαλί υπερδύναμης που λέγεται Ολλανδία, στην εποχή της εικονικής πραγματικότητας που ζούμε όλα είναι επιτρεπτά…