Οι προπονητές του ΝΒΑ δεν θέλουν τα υπερατλαντικά ταξίδια γιατί χάνουν πολύτιμο χρόνο προετοιμασίας, αλλά οι παίκτες γνωρίζονται και δένονται μεταξύ τους.
Από την εποχή που ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός ταξίδευαν στην Αμερική για να παίξουν με ομάδες του ΝΒΑ, ως τις μέρες μας που οι Αμερικανοί κατευθύνονται ανατολικά του Ατλαντικού, τα φιλικά παιχνίδια επί… ξένου εδάφους εν μέσω προετοιμασίας αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Για τους μεν προπονητές σαν μια υποχρέωση που πρέπει να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, για τους δε παίκτες σαν μια ευκαιρία γνωριμίας και «δεσίματος».
Στο Άμπου Ντάμπι, ο Τζέισον Κιντ περισσότερο θέλησε να προστατεύσει τους βασικούς του παίκτες, παρά να τους δοκιμάσει σε σχήματα που θα χρησιμοποιήσει στην τρέχουσα περίοδο. Ο λόγος ήταν απλός: Σε ένα τέτοιο ταξίδι, δεν υπάρχει ο απαιτούμενος βαθμός συγκέντρωσης.
Η αποστολή των Μάβερικς είχε πάνω από 100 άτομα, αν αναλογισθεί κανείς πως λίγο πάνω από 40 ήταν μόνο το αγωνιστικό τμήμα: Όπερ σημαίνει οι παίκτες, οι προπονητές και όλοι οι υπόλοιποι που ασχολούνται με τα τεκταινόμενα στο παρκέ ή στον πάγκο.
Η πτήση από το Ντάλας κράτησε 15 ώρες κι όταν έφθασε στο Άμπου Ντάμπι δύο μέρες πριν το πρώτο παιχνίδι, φυσικά ουδείς είχε τη δύναμη να προπονηθεί.
Την επόμενη, οι παίκτες έπρεπε να τεθούν στη διάθεση των δεκάδων εκπροσώπων του Τύπου απ’ όλο τον κόσμο και να γυμναστούν για λιγότερη από μια ώρα με «κλειστές πόρτες». Το πρόγραμμα τους, περιελάμβανε επίσης, επίσκεψη στην έρημο για σαφάρι, γνωριμία με τους Σεΐχηδες και διάφορες εκδηλώσεις προώθησης των δύο αγώνων στην Etihad Arena. Όλα αυτά, την ώρα που είχαν να διαχειριστούν και το jet lag που επηρεάζει σημαντικά, τόσο την σωματική όσο και την πνευματική λειτουργία.
Επί της ουσίας, λοιπόν, ώρα για κανονική προετοιμασία των παιχνιδιών δεν υπήρχε.
Οι προπονητές σε αυτά τα ταξίδια προσπαθούν να βρουν χρόνο, ώστε να συζητήσουν με ηρεμία και μακριά από την ένταση του καθημερινού τους χώρου εργασίας, ενώ οι παίκτες είναι «αναγκασμένοι» να περάσουν ώρες μεταξύ τους. Το τελευταίο «κομμάτι» αποτελεί και το μεγάλο «κέρδος» των υπερατλαντικών ταξιδιών για τις ομάδες του ΝΒΑ.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, στις εκτός έδρας αποστολές εντός Αμερικής, οι παίκτες είναι συνήθως απομονωμένοι στους εαυτούς τους και ο καθένας κάνει ότι θέλει. Δεν είναι υποχρεωμένοι να φάνε μαζί, υπάρχουν τρία διαφορετικά πούλμαν για να πάνε στο γήπεδο και ο καθένας μπαίνει σε όποιο επιλέξει, ενώ σπάνια θα προγραμματισθεί μια έξοδος για όλα τα μέλη του ρόστερ. Ως εκ τούτου ναι μεν ο ένας βλέπει τον άλλον επί καθημερινής βάσης, αλλά δεν υπάρχει ποιοτική επαφή και διάδραση.
Αντίθετα σε μια ξένη χώρα, οι παίκτες είτε οργανώνουν ομαδικά δείπνα σε εστιατόρια, ή συμμετέχουν στις περιηγήσεις που έχουν προγραμματισθεί γι’ αυτούς. Φερ’ ειπείν στο Άμπου Ντάμπι ήταν υποχρεωμένοι να καβαλήσουν τις καμήλες, να βγάλουν τις απαραίτητες φωτογραφίες και να κάνουν τον χαβαλέ τους. Στην κανονική περίοδο του ΝΒΑ, αν πάνε στη Νέα Υόρκη για να παίξουν με τους Νικς, ακόμα κι αν έχουν τον απαραίτητο χρόνο δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να οργανώσουν μια επίσκεψη στο Άγαλμα της Ελευθερίας, έστω κι αν κανείς τους δεν το έχει επισκεφθεί.
Επιπροσθέτως επειδή το ΝΒΑ φροντίζει να επιλέγει ομάδες που έχουν αστέρια πρώτου μεγέθους, ώστε να προσελκύει το φιλοθεάμον κοινό, δεν υπάρχει περίπτωση να απουσιάσουν από το ταξίδι. Ο Λούκα Ντόντσιτς και ο Καϊρί Έρβινγκ ναι μεν αγωνίσθηκαν ελάχιστα, αλλά πέρασαν αρκετό ποιοτικό χρόνο με τους συμπαίκτες τους, μακριά από το παρκέ.
Ίσως αυτό να φαντάζει αστείο, όταν μιλάμε για ενήλικους ανθρώπους, αλλά είναι μια σημαντική λεπτομέρεια που «μετράει» στην ατμόσφαιρα μιας ομάδας.
Συνεπώς η ζημιά που προκαλείται από τον χαμένο χρόνο αγωνιστικής προετοιμασίας, σε μια περίοδο πολύ σημαντική για τους προπονητές, εξισορροπείται από τους κοινωνικούς δεσμούς που δημιουργούνται σε τέτοια ταξίδια.
Το λεγόμενο camaraderie είναι μια λέξη που συχνά χρησιμοποιείται ως ένα από τα «κλειδιά» των πετυχημένων ομάδων. Στις εποχές του 80 και του 90 ήταν απαραίτητο και συνηθισμένο συστατικό, καθώς οι παίκτες συνήθιζαν να περνούν καλά και μακριά από τις τέσσερις γραμμές, πλην όμως στην παρούσα των social media και της συνεχούς επαφής με μια οθόνη, τείνει να εκλείψει.
Δύσκολα, βέβαια, οι Μάβερικς ή οι Τίμπεργουλβς θα φωνάξουν «Abu Dhabi Do» και τον επόμενο Οκτώβριο, αλλά τουλάχιστον θα έχουν να λένε ότι κάτι κέρδισαν από τον εφετινό.