Το παχουλό παιδί από τη Θεσσαλονίκη, έρχεται πλέον σαν γυμνασμένος άνδρας στον Ολυμπιακό για να συναντήσει το πρότυπο του, Λουκ Σίκμα.
Έχει την ικανότητα να προσφέρει άμεσα στον Ολυμπιακό; Ασφαλώς όχι. Σίγουρα, όμως, διαθέτει την μακροπρόθεσμη προοπτική να εξελιχθεί σε σημαντικό στέλεχος των «ερυθρόλευκων» και της Εθνικής ομάδας. Ιδίως από τη στιγμή που στον Πειραιά θα συναντήσει (ω της σύμπτωσης) τον παίκτη που παρακολουθούσε για να αντιγράψει στοιχεία του παιχνιδιού του. Ο Γιώργος Τανούλης θα έχει πλέον την ευκαιρία να μελετάει επί καθημερινής βάσης και εκ του σύνεγγυς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στο παρκέ ο Λουκ Σίκμα.
Τα… ξεχωριστά πρότυπα
Όσο κι αν φαντάζει περίεργο, ο Θεσσαλονικιός σέντερ από τη στιγμή που έφυγε από τον ΠΑΟΚ και πήγε στον Προμηθέα, είχε για πρότυπα δύο ψηλούς που διαφέρουν από αυτούς που αγωνίζονται στο υψηλό επίπεδο της Ευρωλίγκας. Ο πρώτος είναι ο Σίκμα, ο οποίος διακρίνεται για το υψηλό του IQ και την ικανότητα του στην πάσα. Ένας λόγος που ο Τανούλης κατάφερε να ξεπεράσει τις χαμηλές προσδοκίες που υπήρχαν από αυτόν στο ξεκίνημα της πορείας του, ήταν ο υψηλός δείκτης αντίληψης του. Οι προπονητές του στέκονται στην ικανότητα του να καταλαβαίνει το παιχνίδι, αλλά και να «διαβάζει» καλά το αντίστοιχο των αντιπάλων του.
Γι’ αυτό, ο Σίκμα είναι ένας παίκτης του οποίου τα χαρίσματα προσπαθούσε να αντιγράψει.
Τα κοινά στοιχεία με Ντούμπλιεβιτς
Ακόμα ένας… αντισυμβατικός ψηλός που του αρέσει πολύ είναι ο Μπόγιαν Ντούμπλιεβιτς. Ο τρόπος με τον οποίο σουτάρει και μπορεί να παίξει με πρόσωπο, είχε κινήσει το ενδιαφέρον του Τανούλη, ο οποίος προσπάθησε να τον… αντιγράψει στη γενέτειρα του. Στο περσινό Ευρωμπάσκετ Νέων που έγινε στην Ποντγκόριτσα (όπου μεγάλωσε ο «Ντούμπι»), το νέο απόκτημα του Ολυμπιακού είχε αγωνισθεί σαν stretch 5, δίχως βέβαια να έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα. Ενώ, λοιπόν, είχε 15,4 πόντους ανά αγώνα και ήταν ο καλύτερος σκόρερ της Εθνικής μας (αλλά και 10ος συνολικά στο τουρνουά), σούταρε με 20% πίσω από τα 6,75, έχοντας συνολικά 4/20 τρίποντα.
Ακόμα ένα… παρεμφερές στοιχείο με τον Ντούμπλιεβιτς είναι πως αμφότεροι δεν διακρίνονται για την σωματοδομή τους, πλην όμως έχουν αντιστρόφως ανάλογη πορεία. Ο Μαυροβούνιος όταν έφυγε από την Μπούντουτσνοστ και μετακόμισε στη Βαλένθια, κατάφερε να κάνει μερικές εντυπωσιακές σεζόν, με αποκορύφωμα αυτή του 2017, όταν οδήγησε τις «νυχτερίδες» στο πρώτο (και μοναδικό μέχρι σήμερα) πρωτάθλημα της ιστορίας τους. Ακολούθως έπαιζε μόνιμα με παραπανίσια κιλά και μοιραία οι επιδόσεις του είχαν πτωτική πορεία.
«Καινούριος» στην πανδημία
Ο Έλληνας σέντερ από τη δική του πλευρά, ξεκίνησε ως ένα παχουλό παιδάκι από τα τμήματα υποδομής του Άρη και στα πρώτα του βήματα δεν έδειχνε να έχει μεγάλη προοπτική. Μέxρι τους παμπαίδες είχε ελάχιστη συμμετοχή κι όταν έφυγε από τους «κιτρινόμαυρους» για να ενταχθεί στον ΠΑΟΚ, ουδείς ενοχλήθηκε. Ακόμα και στον «Δικέφαλο», όμως, το σκηνικό δεν άλλαξε και στην ουσία η πρώτη φορά που «αχνοφάνηκε» η πιθανότητα εξέλιξης του σε επαγγελματία ήταν στην διάρκεια της πανδημίας. Στους πρώτους μήνες της καραντίνας, δούλεψε πολύ με τον προπονητή Βασίλη Μωυσιάδη σε τεχνικά ζητήματα, ενώ παράλληλά ακολούθησε ένα αυστηρό πρόγραμμα διατροφής. Έτσι σε αντίθεση με ότι συνέβη με την πλειοψηφία του κόσμου, έχασε αρκετό βάρος και όταν πια τα μέτρα χαλάρωσαν κι επέτρεψαν τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων, ο ίδιος εμφανίσθηκε «καινούριος».
Τα αποκαλυπτήρια στο Μαρούσι
Τα… αποκαλυπτήρια του έγιναν τον Αύγουστο του 2020 στην τελική φάση του Πανελληνίου πρωταθλήματος που έγινε στο Μαρούσι. Ο ανανεωμένος Τανούλης μέτρησε 25 πόντους απέναντι στο Περιστέρι, έφθασε κοντά στο τρίπλ νταμπλ απέναντι στον Ολυμπιακό με 20 πόντους, εννέα ριμπάουντ και πέντε ασίστ, ενώ έκανε ένα… faux τριπλ νταμπλ στον αγώνα με τον ΚΑΟΧ, έχοντας 18 πόντους, 16 «σκουπίδια» και 12 λάθη! Ω της ειρωνίας, αμέσως μετά το τουρνουά στο κλειστό του Αγίου Θωμά, τον απέκτησε η ομάδα απέναντι στην οποία είχε κάνει την χειρότερη του εμφάνιση. Στο ματς με τον Προμηθέα, είχε σημειώσει μόλις έξι πόντους, αλλά οι Πατρινοί εκμεταλλεύτηκαν την απόφαση του «Δικεφάλου» να μην του εγγυηθεί χρόνο συμμετοχής με την ανδρική ομάδα. Οι Θεσσαλονικείς του έκαναν πρόταση να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο, αλλά προτίμησε την προσφορά του Προμηθέα, θεωρώντας πως θα πάρει περισσότερες ευκαιρίες.
Στα τρία χρόνια που έμεινε στην Πάτρα, κατάφερε να βελτιώσει ακόμα περισσότερο το «κορμί» του, να βελτιώσει τόσο τη δύναμη, όσο και την ταχύτητα του και να αποκτήσει παραστάσεις στο κορυφαίο επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ. Πλέον στα 21 του χρόνια, θα έχει την ευκαιρία να δουλέψει με έναν από τους καλύτερους προπονητές της Ευρώπης και με έναν από τους καλύτερους γυμναστές. Το τελευταίο ίσως να είναι και το πιο σημαντικό. Διότι το υψηλό μπασκετικό του IQ, θα του επιτρέψει να καταλάβει τις απαιτήσεις του Γιώργου Μπαρτζώκα. Μόνο, όμως, αν δουλέψει όπως πρέπει με τον Ανδρέα Γκατζούλη, θα καταφέρει (σε βάθος χρόνου) να ανταποκριθεί στις διαφορετικές αθλητικές απαιτήσεις της Ευρωλίγκας και της Εθνικής ομάδας.