Το τουρνουά εφήβων της Ευρωλίγκας έδειξε και πάλι την διαφορά ταλέντου, αλλά και νοοτροπίας γονέων που υπάρχει ανάμεσα στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Είμαστε άνθρωποι (να το θέσουμε κομψά) με… διάθεση για το μπάσκετ και βλέπουμε πάντοτε το ποτήρι μισογεμάτο. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να είναι μισοάδειο, όταν στην ζυγαριά μπαίνουν από την μια πλευρά, ο τεράστιος αριθμός επιτυχιών και από την άλλη το μικρό μέγεθος της χώρας μας τόσο πληθυσμιακά όσο κυρίως σε μέσο όρο ύψους.
Πλέον, όμως, είναι φανερό πως η δεξαμενή ταλέντου στο ελληνικού μπάσκετ έχει φτάσει κοντά στον πάτο της και πρέπει να βρεθούν νέες «πηγές». Η εικόνα των ελληνικών ομάδων στο τουρνουά ANGT της Πάτρας ήταν αποκαρδιωτική και χειρότερη από την περσινή, όταν και πάλι ο Ολυμπιακός και ο Προμηθέας είχαν τερματίσει στις δύο τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας. Η διαφορά με τους ευρωπαϊκούς συλλόγους ολοένα και μεγαλώνει, κάτι που εντείνει τον προβληματισμό για την επόμενη μέρα του ελληνικού μπάσκετ.
Το “αγκάθι” των σχολείων
Αν θέλουμε να εξετάσουμε σε μεγαλύτερο βάθος το πρόβλημα, πρέπει να τονίσουμε πως τα παιδιά έχουν σταματήσει να παίζουν μπάσκετ στα σχολεία. Όχι μόνο γιατί τα περισσότερα είναι αφιερωμένα σε μια οθόνη, αλλά γιατί εδώ και αρκετά χρόνια, απαγορεύεται τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι μαθητές να παίζουν μπάσκετ (η ποδόσφαιρο) την ώρα του διαλείμματος.
Κι εδώ τίθεται το εξής απλό ερώτημα: Τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που μεγάλωσαν τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90, «κυνηγώντας» τις ελεύθερες μπασκέτες στα διαλείμματα για ένα μονό, βγήκαν προβληματικά; Η ευθυνοφοβία του δημοσίου έχει φτάσει στο επίπεδο απόδοσης του… Γιάννη Αντετοκούνμπο στο ΝΒΑ. Είναι σε τόσο υψηλό επίπεδο που κανείς δεν το περίμενε!
Παλαιότερα, τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο κρατώντας την τσάντα τους και μια μπάλα. Είτε μπάσκετ, είτε ποδοσφαίρου. Τώρα περνάει κανείς μια βόλτα από ένα δημοτικό, βλέπει να υπάρχουν καινούργια γήπεδα με διχτάκια (τα οποία ήταν είδος πολυτελείας την δεκαετία του 90) και κανείς να μην παίζει. Οι μαθητές απασχολούνται… δημιουργικά με τα κινητά τους τηλέφωνα. Οι δε ελλείψεις που υπάρχουν σε αθλητικό υλικό, αλλά ακόμα και σε καθηγητές η δασκάλους φυσικής αγωγής στα δημόσια σχολεία, προκαλούν θλίψη…
Αυτό είναι ένα θεμελιώδες πρόβλημα, καθώς τα παιδιά δεν έχουν την δυνατότητα να χαρούν και να αγαπήσουν το άθλημα, παίζοντας χωρίς κανόνες. Ο μόνος τρόπος για να παίξουν μπάσκετ είναι μέσα από τα σωματεία, δρόμος ο οποίος σαφώς είναι ενδεδειγμένος, αλλά δεν μπορεί να είναι ο μόνος.
Επειδή, όμως, σε αυτό το ζήτημα ο… βαρύς σέντερ που ακούει στο όνομα «Ελληνική τυπολατρία-ευθυνοφοβία» είναι αδύνατο να νικηθεί, ας εξετάσουμε κάποια άλλα, πιο… εφικτά.
Το παράδειγμα της Μπανταλόνα
Στην Πάτρα είδαμε πως η Μπανταλόνα έχει παιδιά από την Πορτογαλία, την Ολλανδία, το Μεξικό, εν ολίγοις από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Συνάμα έχει αναδείξει και συνεχίζει να το πράττει, ουκ ολίγους διεθνείς Ισπανούς παίκτες. Η εξωστρέφεια της έχει αποτέλεσμα, καθώς συνδυάζει την σωστή οργάνωση στις ακαδημίες με τον ανταγωνισμό που δημιουργούν τα ταλαντούχα παιδιά που φέρνει εκτός της ιβηρικής χερσονήσου.
Είναι επιβεβλημένο να επιτραπούν ξένοι παίκτες στις μικρές ηλικίες. Όχι δευτερότριτης διαλογής, αλλά πρώτης. Για παράδειγμα, γιατί ο Πορτογάλος Ρούμπεν Πρέι να προτιμήσει την Μπανταλόνα από τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, τον Άρη ή τον ΠΑΟΚ την στιγμή μάλιστα που εκπροσωπείται από Έλληνα ατζέντη? Πολλοί πιστεύουν ότι οι ισπανικές ομάδες έχουν «μάγους» που ανακαλύπτουν ταλέντα σε όλο τον κόσμο, αλλά η πραγματικότητα είναι πως εκτός από (πραγματικά καλά) τμήματα σκάουτινγκ, οι ατζέντηδες σε όλο τον κόσμο τις προτιμούν γιατί τις εμπιστεύονται. Το ελληνικό μπάσκετ μπορεί να χτίσει τέτοια φήμη, καθώς άλλωστε υπάρχουν τα άκρως επιτυχημένα παραδείγματα των Αντετοκούνμπο, Βεζένκοφ, Ποχουσέφσκι.
Παράλληλα θα αυξήσει τον ανταγωνισμό και θα κάνει τους Έλληνες γονείς να καταλάβουν πως τα παιδιά τους δεν είναι οι επόμενοι Τζόρνταν.
Το άγχος των γονιών
Το κακό που συντελείται από τους γονείς που αντί να αφήσουν τα παιδιά τους να απολαύσουν το παιχνίδι χωρίς να τους προσθέτουν πίεση είναι πολύ μεγάλο, καθώς η βιασύνη τους έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Είναι σε τεράστιο άγχος να τους αλλάξουν ομάδα, να τους βρουν ατζέντη, η προπονητή για ατομική!
Η εξωστρέφεια θα αποκαλύψει την τεράστια διαφορά ταλέντου που υπάρχει με την υπόλοιπη Ευρώπη (όπως τρανταχτά φάνηκε στην Πάτρα πέρσι και φέτος), αλλά και την διαφορά νοοτροπίας των γονέων. Έχουμε τονίσει κατ’ επανάληψη το παράδειγμα του πιο ταλαντούχου παιδιού της τελευταίας 20ετίας. Ο Βίκτορ Ουεμπανιάμα έμενε μαζί με τον πατέρα την μάνα και τα δύο αδέλφια του σε ένα ταπεινό σπίτι στο Παρίσι, ενώ από τα 14 του θα μπορούσε να είχε μετακομίσει στην Μπαρτσελόνα και σε οποιοδήποτε άλλο σύλλογο ήθελε. Αντ’ αυτού έμεινε στην Ναντέρ και προσέλαβε ατζέντη στα 17 του, όταν όλος ο κόσμος ήξερε πως το μέλλον του είναι (αποκλειστικά και μόνο) στο ΝΒΑ.
Και στην Πάτρα, οι γονείς του ήταν απλά υποδειγματικοί…